Σελίδες

Δευτέρα 9 Μαΐου 2011

ΘΑΝΑΣΗΣ ΒΕΓΓΟΣ: «Στη γαλέρα της ζωής μου τράβηξα άγριο κουπί»

Αγαπήθηκε όσο λίγοι από τον κόσμο και όχι τυχαία. Από τις πιο ευγενικές φυσιογνωμίες, αεικίνητος, αυθεντικός, με μια σεμνότητα που ξάφνιαζε, μοναδικός στο είδος του στον ελληνικό κινηματογράφο, ο Θανάσης Βέγγος εποίησε πραγματικό ήθος, σε όλη του την πορεία, τόσο στη ζωή όσο και στο έργο του. Το σπάνιο, το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ήταν αυτή η συνύπαρξη στο ίδιο πρόσωπο του τραγικού και του κωμικού. Η θλίψη και η μελαγχολία συντροφευμένη με το γέλιο και τη χαρά. Ο Ελληνας Σαρλώ. Ο δικός μας Τσάπλιν. Ο ηθοποιός που δεν ερμήνευε, αλλά εξέφραζε τη ζωή, την εντιμότητα, την αξιοπρέπεια. Αντιπροσώπευε την ψυχή του καθημερινού λαϊκού ανθρώπου αυτού του τόπου. Υπήρξε από μικρός αγωνιστής και για το μεροκάματο, και για την οικογένεια, αλλά και για την κοινωνία.
Νοιαζόταν πολύ για τον άνθρωπο. Ισως γι’ αυτό στα μάτια του κατοικούσε εκείνη η μελαγχολία. «Δεν βλέπω γέλιο, μόνο χαμόγελα βλέπω» – είχε πει σε μια από τις πολλές τιμητικές εκδηλώσεις που έγιναν για εκείνον τα τελευταία χρόνια. «Σήμερα πλέον ο κόσμος δεν γελάει με τίποτε. Εχει πολλά προβλήματα. Δεν γελάει όπως γελούσε. Εχει ανάγκη να γελάσει, και μεγαλύτερη από παλιά, αλλά δεν γελάει. Είναι πικραμένος ο κόσμος».
Σε όλη του την πορεία, ο Θανάσης Βέγγος αντιπροσώπευε το ρεαλιστικό φουκαρά, αλλά αξιοπρεπή Νεοέλληνα που μονίμως τρέχει. Πάντα σαρωτικός, στις ταινίες του διακωμωδεί τα τραγικά συμβάντα της φυλής, όπως τα γεννά η τρέχουσα πραγματικότητα.
  • Στη Μακρόνησο
Στον «Πλούτο» του Αριστοφάνη
Γεννήθηκε στο Νέο Φάληρο, στις 29 Μαΐου του 1927 από τον Βασίλη και την Ευδοκία Βέγγου, των οποίων ήταν και το μοναδικό παιδί. Ο πατέρας του εργαζόταν στην Εταιρεία Ηλεκτρισμού και στην Κατοχή οργανώθηκε στο ΕΑΜ. Μετά τον πόλεμο εκδιώχθηκε από τη δουλειά του, εξαιτίας των πολιτικών του φρονημάτων. Γεγονός που προκάλεσε σοβαρό οικονομικό πρόβλημα στην οικογένεια και ο Θανάσης Βέγγος αναγκάστηκε για πολλά χρόνια να ασχολείται με επεξεργασίες δερμάτων, ενώ παράλληλα έκανε διάφορα μικροθελήματα, όπως διανομή πάγου. Ως διανομέας πάγου, αργότερα θα γνωρίσει την γυναίκα του Ασημίνα με την οποία θα ζήσει μέχρι το τέλος της ζωής του, αποκτώντας δύο γιους.
Κατά τα ταραγμένα χρόνια του Εμφυλίου, ο Θανάσης Βέγγος, ως παιδί ΕΑΜίτη, εστάλη να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία, ουσιαστικά ως εξόριστος, στη Μακρόνησο. Εκεί γνωρίστηκε με τον Νίκο Κούνδουρο, επίσης εξόριστο, που στη συνέχεια του χάρισε τον πρώτο του κινηματογραφικό ρόλο στη «Μαγική Πόλη».
«Εμεινε μαζί μου όλα τα χρόνια της Μακρονήσου» – θυμάται στο ντοκιμαντέρ του Γ. Σολδάτου «Ενας άνθρωπος παντός καιρού». «Είχα χρεωθεί την κατασκευή ενός θεάτρου – ήμουν τριτοετής της Αρχιτεκτονικής τότε. Πήγα στη διοίκηση και λέω: Αυτόν το μισότρελο φαντάρο να μου τον δώσετε. Κι έτσι βρέθηκα να φτιάχνω το θέατρο με τον Θανάση βοηθό. Στήσαμε τη σκηνή, ανεβάσαμε το πρώτο έργο, και να ο Βέγγος ηθοποιός, και να ο Βέγγος πρωταγωνιστής, και να ο Βέγγος αγαπημένος ολόκληρου του τάγματος, και να ο Βέγγος η ανακούφισή μας, η λύτρωσή μας και το χαμόγελό μας».
Πρωταγωνιστής στη θεατρική παράσταση «Ο τρελός του Λούνα Παρκ»
Ο Τάσος Ζωγράφος, απέναντι από την κάμερα του Γιάννη Σολδάτου, είχε πει: «Ο Θανάσης κι ο Κούνδουρος κι εγώ πρωτοκάναμε τις πρώτες θεατρικές δουλειές στη Μακρόνησο… Η Μακρόνησος είναι, για μένα και για το Θανάση, εφαλτήριο. Από κει κινήσαμε και κάναμε αυτό που κάναμε».
Στο ίδιο ντοκιμαντέρ ο γιος του λέει: «ο Κούνδουρος, όταν απολύονταν, του είπε: “Θανάση, κάποια στιγμή, θα κάνουμε ταινία και θα σε φωνάξω και σένα να πάρεις μέρος”, έτσι κι έγινε. Ο πατέρας, βέβαια, όταν απολύθηκε, επέστρεψε στην κανονική του δουλειά, κάπου στο Μοναστηράκι, αν θυμάμαι καλά (ήταν ένας πάρα πολύ καλός κατασκευαστής δερμάτινων ειδών), και ξέχασε τελείως την ιστορία του Κούνδουρου, ώσπου κάποια στιγμή, όταν ο Νίκος ετοιμαζόταν να γυρίσει την πρώτη του ταινία, τη “Μαγική Πόλη”, τον φώναξε».
Αυτοδίδακτος, αλλά εξαιρετικό ταλέντο
Ουσιαστικά σ’ αυτήν την ταινία ξεκίνησε σαν τεχνικός, ενώ έπαιξε και έναν πολύ μικρό ρόλο. Στη συνέχεια το 1956 ο Κούνδουρος, αναγνωρίζοντας πρώτος τις δυνατότητές του, του εμπιστεύεται ένα σημαντικό ρόλο, τον «Δράκο», ταινία βασισμένη σε σενάριο του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Πολλοί λίγοι είδαν τις δυνατότητες του Βέγγου στην ταινία αυτή, την ποιότητα ενός κορυφαίου του χορού που μπορούσε να σταθεί απέναντι στον εξαιρετικό Ντίνο Ηλιόπουλο. Από αυτήν την ταινία φάνηκε η δυνατότητά του να εκφράζει, σωματικά, τη μεγάλη μερίδα του ελληνικού λαού. Ο άνθρωπος που τρέχει, που θέλει όλα να είναι τακτοποιημένα, να μην υπάρχει σκόνη, να αποκατασταθεί η αρχοντιά, έστω με τα απλά και φτωχά μέσα που διαθέτει.
«Βοήθεια ο Βέγγος, φανερός πράκτωρ 000»
Μια ταινία που όταν προβλήθηκε στις ελληνικές αίθουσες το 1956 αντιμετώπισε εμπορική αποτυχία, αλλά και επιθετικότητα μεγάλης μερίδας του Τύπου. Ομως, βραβεύτηκε στο 1ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, ως μία από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες της περιόδου 1955 – 1959, ενώ πήρε ειδική μνεία στο Φεστιβάλ Βενετίας.
Ο Νίκος Κούνδουρος, σε εκδήλωση προς τιμήν του Θανάση Βέγγου, το 2004 είχε χαρακτηρίσει τον σπουδαίο αυτό ηθοποιό «εθνικό σύμβολο», ενώ, μεταξύ άλλων, είχε πει ότι «ο Βέγγος έχει καταφέρει εν ζωή να είναι ένας μύθος. Είναι παρών, είναι αναλλοίωτος, δεν έχει προχωρήσει στο ελάχιστο τη μανιέρα του, είναι μοναδικός. Ο Βέγγος δε χρειάζεται σκηνοθέτη, τον έχει καταργήσει και, σε ένα σημείο, έχει μισοκαταργήσει τον σεναριογράφο. Και επιβάλλει αυτό που είναι».

Ο Θανάσης Βέγγος, λοιπόν, που δεν σπούδασε υποκριτική, πήρε άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ηθοποιού το 1959, ως εξαιρετικό ταλέντο με εξετάσεις σε ειδική επιτροπή. Η πρώτη του θεατρική παράσταση ήταν στην επιθεώρηση «Ομόνοια πλατς πλουτς», δίπλα στους Νίκο Ρίζο και Γιάννη Γκιωνάκη, την ίδια χρονιά.
Στην ίδια εκδήλωση του 2004, ο Κώστας Γεωργουσόπουλος θυμήθηκε τον Θ. Βέγγο «να δίνει εξετάσεις σε επιτροπή ταλέντων και να μην μπορεί να επικοινωνήσει με την επιτροπή», διότι, όπως είπε, «αυτός ο μανικός ηθοποιός έφερνε στη σκηνή τον εαυτό του, ενώ οι τυπολάτρες της επιτροπής απαιτούσαν να πει κείμενο. Κανένας από τους ανθρώπους της επιτροπής δεν μπορούσε να αντιληφθεί ότι είχε μπροστά του τη γέννηση ενός φυσικού φαινομένου, που είναι σπάνιο στο θέατρο. Ο Βέγγος έχει “εφεύρει” τον εαυτό του. Δεν ακουμπάει πουθενά, δεν έχει μιμητές, δε δημιούργησε σχολή. Εκανε μύθο τις ευκολίες του, τις τεχνικές του, ακόμη και τις αδυναμίες του. Το πώς θα είναι και θα συμπεριφέρεται. Ολος ο χειρονομημένος λόγος του περνούσε μέσα από το δικό του κώδικα και δεν τον όφειλε σε κανέναν άλλον. Οντως είναι ένας υποκριτικός μύθος αυτού του τόπου. Ανοικονόμητος ηθοποιός. Δεν μπορούσε να τον χωνέψει η θεατρική σκηνή. Τον θυμάμαι στο “Δελφινάριο”, όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά γιατί είναι η πιο πλατιά θεατρική σκηνή στην Αθήνα. Ε, λοιπόν, έβγαινε έξω από τη σκηνή. Δεν του έφτανε αυτή η σκηνή. Διότι κουβαλούσε ένα ιδίωμα που δεν μπορούσε να το προβλέψει ούτε η θεατρική αρχιτεκτονική. Σωματοποίησε την αίσθηση, την έννοια και τις διαδικασίες του Καραγκιόζη. Ο Καραγκιόζης είναι μια φιγούρα που κάθε φορά υπηρετεί μια υπόθεση: Γραμματικός, αεροπόρος, νύφη. Αυτό έκανε ο Βέγγος. Είναι ο μοναδικός ηθοποιός, που ουσιαστικά ταυτίστηκε με τους ρόλους του».
  • Θεατρική διαδρομή
Στη θεατρική του διαδρομή έπαιξε: Θίασος Γιάννη Γκιωνάκη – Νίκου Ρίζου – Τάκη Μηλιάδη (1959-1960): Δημήτρη Βασιλειάδη και Ναπολέοντα Ελευθερίου «Μαντουμπάλα και καινούργια Αθήνα» και Χρήστου Γιαννακόπουλου και Αλέκου Σακελλάριου «Ανθρωποι του ’60».
Θέατρο Ακροπόλ (1963): Γ. Ασημακόπουλου – Β. Σπυρόπουλου – Π. Παπαδουκά «Οκτώ άνδρες κατηγορούνται», Ασημ. Γιαλαμά – Κ. Πρετεντέρη – Ναπ. Ελευθερίου «Κόκκινα τριαντάφυλλα». Θέατρο Εθνικού Κήπου (1963): Ασημ. Γιαλαμά – Κ. Πρετεντέρη «Οι φτωχοδιάβολοι» (ρόλος: Φρίξος). Θέατρο Ακροπόλ (1963-64, θιασάρχης με τους Ρένα Βλαχοπούλου , Γ. Δάνη): Γ. Γιαννακόπουλου – Κ. Νικολαΐδη – Γ. Οικονομίδη «Αρχοντορεμπέτισσα» και «Κύπρος γιοκ». Συνθιασάρχης με τη Σμαρούλα Γιούλη (1969-70): Γ. Λαζαρίδη «Ο τρελός του λούνα παρκ και η ατσίδα» (Θανάσης) .
Από το 1970 και επί σειρά ετών, ο Θανάσης Βέγγος συγκρότησε δικούς του θιάσους, παρουσιάζοντας τα έργα: Γ. Λαζαρίδη «Ο τρελός του λούνα παρκ» (Θανάσης Ο Απόλας ). Επαιξε το ίδιο έργο σε πολλές παραστάσεις και το παρουσίασε επίσης, μεταξύ των άλλων, σε περιοδεία του στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αλ. Σακελλαρίου «Τι έκανες στον Τρωικό πόλεμο, Θανάση» (Μενέλαος). Γ. Λαζαρίδη «Το βλήμα» (Θανάσης Μουρλός ). Γ. Μιχαηλίδη – Γιάν. Ξανθούλη «Μαμ, κακά, κοκό και νάνι».
Και επιτέλους έρχεται η μεγάλη στιγμή για τον Θανάση Βέγγο σε ό,τι αφορά στη θεατρική του πορεία. Το Ανοιχτό Θέατρο και ο Γ. Μιχαηλίδης τον καλούν να παίξει το 1995, στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, τον Τρυγαίο στην «Ειρήνη» του Αριστοφάνη. Ο Θανάσης Βέγγος με την εμπειρία και με το λαϊκής φλέβας κωμικό ταλέντο του έπλασε έναν πληθωρικό, απολαυστικό Τρυγαίο που ευεργέτησε εκείνη τη συνολικά ευτυχή καλλιτεχνική συνεύρεση. Αλλά και στη συνέχεια πάλι με το Ανοιχτό Θέατρο το 1998, βλέποντάς τον να υποδύεται τον Δικαιόπολι από τους «Αχαρνής», εύκολα κανείς αναρωτιέται γι’ αυτήν την πορεία του Βέγγου, που ίσως ήρθε αργά. Ο Θανάσης Βέγγος, με τον καθαρά προσωπικό, γοητευτικότατο ερμηνευτικό του κώδικα, πρόβαλε στον Δικαιόπολι τον ασίγαστο πόθο του απλού ανθρώπου για την ειρήνη και τις απλές, φυσικές χαρές της ζωής, αλλά και τον μανικό αγώνα που αξίζει και οφείλει να κάνει ο ίδιος ενάντια στους κάθε λογής πολεμοκάπηλους και στο παράλογο του πολέμου.
«Ζήτω» …ο κινηματογράφος
Ομως, η πορεία του στον κινηματογράφο ήταν αυτή που τον έφερε πιο κοντά στο λαό. Τα έργα του λειτούργησαν σαν καταλύτης, αναδεικνύοντας την περηφάνια της φτώχειας, την περιφρόνηση στην ταξική κοινωνία, αλλά και τον τελικό θρίαμβο της καρδιάς. Μπορεί να σατίρισε τα ελαττώματα των Νεοελλήνων, αλλά προχώρησε και σε ταινίες με πολιτικά υπονοούμενα σε εποχές δύσκολες.
Εγινε ιδιαίτερα αγαπητός στο ελληνικό κοινό με ταινίες όπως «Ψηλά τα χέρια Χίτλερ», «Μην είδατε τον Παναή», «Ζήτω η τρέλα», «Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης». Η στενή σχέση του με τον σκηνοθέτη Ντίνο Κατσουρίδη τον οδηγεί στο θρίαμβο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το 1971 με την ταινία «Τι έκανες στον πόλεμο, Θανάση;». Κοινό και κριτική τον αποθεώνουν και αποσπά το βραβείο Α΄ανδρικού ρόλου. Ενα χρόνο μετά, ο ρόλος του στην ταινία «Θανάση, πάρε το όπλο σου!» του χαρίζει ένα ακόμη βραβείο Α΄ανδρικού ρόλου.
Συμμετείχε σε ταινίες – σταθμούς για το ελληνικό σινεμά, όπως: «Ποτέ την Κυριακή», «Κορίτσι με τα μαύρα», «Διακοπές στην Αίγινα», «Ηλίας του 16ου» «Μανταλένα». Λίγα χρόνια αργότερα, ο «Πράκτωρ Θου Βου» μετατρέπει τον Βέγγο σε λαϊκό ήρωα μέσα από πολλές ταινίες με μεγάλη εισπρακτική επιτυχία, την εποχή που ο κινηματογράφος αποτελούσε τη μόνη φθηνή ψυχαγωγία για το ευρύ κοινό.
Τη δεκαετία του ’80 αποσύρεται από το σινεμά και κάνει λίγες βιντεοταινίες, για να επανέλθει το 1991 με τις «Ησυχες μέρες του Αυγούστου» του Παντελή Βούλγαρη (ταινία για την οποία βραβεύεται στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με το βραβείο Β` ανδρικού ρόλου). Ακολουθούν «Το βλέμμα του Οδυσσέα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου (1995), «Ολα Είναι Δρόμος» (1998), «Ψυχή Βαθιά» (2009) του Βούλγαρη, ενώ τελευταία ταινία του ήταν «Το πέταγμα του κύκνου» (2010) του Ν. Τζήμα. Η ερμηνεία του στις τελευταίες αυτές ταινίες έχει πια διαφοροποιηθεί, είναι χαμηλών τόνων, αλλά μεγάλης εκφραστικότητας.
Συνολικά, είχε παίξει σε 126 ταινίες, σε 52 από τις οποίες ως πρωταγωνιστής, και είχε σκηνοθετήσει (πρωταγωνιστώντας ταυτόχρονα) ακόμη επτά ταινίες. Στην τηλεόραση εμφανίστηκε στις σειρές: «Αστυνόμος Θανάσης Παπαθανάσης» (ΑΝΤ1, 1990), «Ερωτας, όπως έρημος» (ΝΕΤ, 2003), «Περί ανέμων και υδάτων» (Mega, 2002), «Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου» (ΑΝΤ1, 2006), «Βεγγαλικά» (ΕΡΤ) και «Η Θεσσαλονίκη της νοσταλγίας μας» (ΕΤ3, 2009).
«Ενας άνθρωπος» …αξιαγάπητος
Οπως σημειώνει, στο βιβλίο του «Ενας άνθρωπος παντός καιρού» για τη ζωή και το έργο του Θανάση Βέγγου, ο Γ. Σολδάτος: «Ο αρχαίος Ελλην ήταν ωραίος, αθλητικός, με νουν και σώμα υγιές· ο διαχρονικός Ελληνας είναι ωραίος σαν Ελληνας, σαν τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, τον Αθανάσιο Διάκο, σαν τον Σίμωνα Μπολιβάρ· ο Νεοέλληνας πώς είναι; Σαν τον Θανάση Βέγγο: σκονισμένος. Ο ρόλος του Βέγγου ερμηνεύεται σε σχέση με την ανάγκη που πέρασε τον Θανάση από τη γη στην οθόνη κι εκεί τον καθιέρωσε: Την ανάγκη του κόσμου να έχει απέναντί του έναν δίμορφο Θανάση. Το ρεαλιστικό φουκαρά μια και τον άλλον τον υπερρεαλιστή, τον εκδικητή της πολύπαθης περιπλάνησής του. Ανάγκη τυφλή, όπως αυτή που γέννησε, μετά από αιώνες, τον Θανάση τον Νεοέλληνα. Πάντως, ο Βέγγος είναι δημιούργημα μιας τέτοιας ανάγκης και, κατά συνέπεια, επαναφέρει και διακωμωδεί τα τραγικά συμβάντα της φυλής. Εύκολα μπορεί στη μυθοπλασία των ταινιών του, να ξεχωρίσει το Καλό από το Κακό (κύριο χαρακτηριστικό στο χαρακτήρα του Θανάση) σύμφωνα με την παραδοσιακή ηθική, μα η παραπέρα εξέλιξη του μύθου δεν αφήνει περιθώρια συνθέσεων, παράθυρα λύσεων. Βαδίζει μέσα από συνεχείς συγκρούσεις σ’ ένα κοινωνικά στάσιμο πεδίο. Μόνη λύση η υπέρβαση, με το σύστημα των δικών του αυτοματικών λειτουργιών ή ακολουθώντας ενστικτώδικα τα τυχαία συμβάντα που διέπονται από βουλές αγνώστων θεών».
Είναι σπάνιες οι φορές, που τα σπουδαία επίθετα που αποδίδονται σε κάποιον δεν θεωρούνται υπερβολικά. Αρκούσε να παρατηρεί κανείς τον Θανάση Βέγγο στις δημόσιες εμφανίσεις του, κυρίως στις τιμητικές εκδηλώσεις που γινόταν με πολλή αγάπη για το δικό τους Θανάση, για να καταλάβει τη γνήσια σεμνότητα, την πραγματική «στόφα» του λαϊκού καλλιτέχνη.Σε μια τέτοια βραδιά προς τιμήν του στον Κορυδαλλό, είχε πει: «Καλοί μου άνθρωποι… Πρέπει να κουραστήκατε απ’ αυτήν την ακατάσχετη βεγγολογία – εγώ πάντως κουράστηκα. Το χάρηκα, αλλά κουράστηκα. Ειλικρινά δεν πιστεύω ότι έκανα πάρα πολύ σπουδαία πράγματα στην καριέρα μου. Για ένα πράγμα, όμως, σας διαβεβαιώ: ότι στη γαλέρα της ζωής μου τράβηξα άγριο κουπί»… και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Πώς να μην αγαπήσεις έναν τέτοιο άνθρωπο!



Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Κυριακή 8 Μάη 2011
ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
4/5/2011
– Μαχητής της ζωής – εργάτης της Τέχνης
4/5/2011
– Συλλυπητήρια του ΚΚΕ
3/12/2004
– Ανθρωπος παντός καιρού
8/9/2002
– «Ωραίος» …ως λαϊκός νεοέλλην!
4/11/2000
– Θανάσης Βέγγος… παντός καιρού
ΔΕΚΑ ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΛΟ ΜΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟ

Ο Θανάσης Βέγγος δραπέτευσε. Ταξίδεψε στον ουρανό, για να ξαποστάσει από το αδιάκοπο τρέξιμο στα ατέλειωτα χιλιόμετρα της ζωής και του σελιλόιντ. Αθάνατος στις καρδιές των Ελλήνων. Αναντικατάστατος για τους ανθρώπους που τον έζησαν από κοντά. Η «Espresso της Κυριακής» φιλοξενεί σήμερα αληθινές ιστορίες και μαρτυρίες ανθρώπων που είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν και να συνεργαστούν μαζί του. Που κάθισαν μαζί του στο τραπέζι, μοιράστηκαν ένα κουλούρι στην πρόβα ή πήραν τον καφέ τους αντικριστά με τον μεγάλο ηθοποιό σε κάποιο καφενεδάκι. Και άλλοι, όπως ο Νίκος Κούνδουρος, που βρέθηκαν μαζί με τον Βέγγο στη Μακρόνησο με όπλα την υπομονή και την ελπίδα. Ιστορίες ζωής με πρωταγωνιστή τον Θανάση Βέγγο από τα χρόνια της πολυτάραχης πορείας του.
  • ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΝΔΟΥΡΟΣ: “Κάθε μέρα μου έφερνε φαγητό”
Ο Νίκος Κούνδουρος δεν θα ξεχάσει ποτέ τη γνωριμία του με τον Θανάση Βέγγο. Γεννημένοι την ίδια ημερομηνία, τους έφερε κοντά μια κοινή μοίρα μαζί και τους δυο στην εξορία. Ο πατριάρχης του ελληνικού κινηματογράφου άλλαξε τη μοίρα τού Θ.Β. και ανέδειξε το ταλέντο του σπουδαίου ηθοποιού, ενώ μέσα από τη φιλία τους ο μεγάλος δημιουργός ίσως και να βρήκε τον δρόμο που πραγματικά επιθυμούσε να ακολουθήσει.
«Ως γόνος μεγάλης οικογένειας που ήμουν, οι βασανιστές θέλησαν να αλαφρύνουν το δικό μου βασανιστήριο στο Μακρονήσι. “Ζήτα μια χάρη και θα σου την κάνουμε” μου είπαν! Το μόνο που ζήτησα ήταν να με αφήσουν να πάω να μείνω στο βουνό χωρίς φαΐ και χωρίς νερό ενδεχομένως, αρκεί να μην τους βλέπω και να μη με βλέπουν. Το δέχτηκαν!
Την πρώτη μέρα τράβηξα για το βουνό, βρήκα ένα μέρος να κάτσω και βάλθηκα να ατενίζω την απέραντη μοναξιά του τοπίου. Ξάφνου, ένας γρήγορος, αεράτος τύπος εμφανίζεται κρατώντας κάτι πασσάλους στα χέριια του και δυο τρία κομμάτια ύφασμα. Δεν μου μιλάει, δεν του μιλάω και σε ελάχιστα λεπτά με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις στήνει ένα αντίσκηνο! Το δικό μου αντίσκηνο!
“Τι κάνεις;” τον ρωτάω. “Θα πεθάνεις εδώ πάνω” απάντησε σοβαρός και συνέχισε τη δουλειά. Για όλες τις επόμενες μέρες, για όσο καιρό έζησα σαν αγρίμι, εξόριστος μέσ’ στην εξορία, ο ίδιος τύπος πηγαινοερχόταν κάθε μέρα διανύοντας μια τεράστια απόσταση από το στρατόπεδο ίσαμε το βουνό μόνο και μόνο για να μου φέρνει φαγητό να τρώω να μην πεθάνω. Ηταν ο Θανάσης Βέγγος, η απαρχή μιας μεγάλης φιλίας πάνω απ’ όλα.
Η “Μαγική Πόλη” και όλο αυτό το φτωχικό νεορεαλιστικό ντεκόρ της πάλι στον Βέγγο οφειλόταν. Θυμάμαι όταν πρωτοπήγα σπίτι του στο Φάληρο… Τέτοια φτώχεια δεν είχα ξανασυναντήσει στη ζωή μου εγώ, ο γόνος μεγαλοαστών που μεγάλωσε στο Κολωνάκι. Γύρισα σπίτι θυμάμαι κι έπιασα τη μάνα μου. Με είχε ταράξει η φτώχεια μαζί με την καλοσύνη του Θανάση. Τότε, είπα: “Εγώ μ’ αυτούς τους ανθρώπους θέλω να καταπιαστώ, τον πόνο και την αξιοπρέπεια αυτών των ανθρώπων θέλω να δείξω…”. Και το έκανα, πιστεύω»!

  • ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ: «Ποτέ δεν ξεπέρασε το “πρόβλημα”»
Ο πολυβραβευμένος σκηνοθέτης ξετυλίγει τις δικές του μνήμες από τα γυρίσματα της τελευταίας του ταινίας «Ψυχή βαθιά», η οποία έμελλε να είναι και η τελευταία του μεγάλου ηθοποιού…
«Θυμάμαι ότι στο Σιδηροχώρι, όπου έμεινε δύο μέρες γιατί είχε μικρό ρόλο στην ταινία, όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκε. Είχε βάλει τα ρούχα του ρόλου και περίμενε μέχρι τις 6.30 το πρωί που ξυπνάγαμε για να αρχίσει το γύρισμα. Ηταν ο απίστευτος συνεργάτης. Ετοιμος κάθε στιγμή με τρομακτικό άγχος και ποτέ δεν ξεπέρασε αυτό το πρόβλημα που είχαν όλοι οι μεγάλοι δημιουργοί. Ηταν έτοιμος και πάντα με ρωτούσε αν ήταν καλός, αν εξυπηρέτησε με τη συμμετοχή του τις ανάγκες της ταινίας».
  • ΠΑΥΛΟΣ ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΙΔΗΣ: Η πρώτη ημέρα που βγήκε στη σύνταξη

Ο γνωστός ηθοποιός δεν θα ξεχάσει ποτέ τον στοργικό συνάδελφό του Θανάση Βέγγο: «Πριν αρχίσει η παράσταση, επειδή ήμουν πολύ κουρασμένος, άπλωνα τα πόδια μου σε μια καρέκλα και κοιμόμουν. Ο Θανάσης φώναζε στους άλλους συναδέλφους “σουτ, το παιδί κοιμάται”, ενώ εμένα με συμβούλευε: «Μη δουλεύεις τόσο πολύ και την πατήσεις, όπως εγώ που γνώρισα το παιδί μου μετά τον Στρατό!».
Συγκλονιστική είναι η μαρτυρία του Παύλου Κοντογιαννίδη όταν μας περιγράφει την πρώτη ημέρα που ο ηθοποιός βγήκε στη σύνταξη: «Ηρθε στο θέατρο με ένα κουτί γλυκά, συνήθως μας έφερνε γαλακτομπούρεκα. Τον ρωτήσαμε “τι γιορτάζουμε, Θανάση;” και μας απάντησε “πήρα τη σύνταξή μου, 75.000 δρχ., και έφερα γλυκά για να σας κεράσω».
  • ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ: «Μοναδική περίπτωση εσωστρεφούς»
Ο ηθοποιός Νίκος Παπαναστασίου, ο οποίος έπαιξε μαζί με τον μεγάλο κωμικό στις επιθεωρήσεις του «Δελφινάριου», τότε που οι θίασοι αποτελούνταν από μύθους του θεάτρου, θυμάται τις πλάκες που του έκαναν μαζί με τον Κώστα Τσάκωνα.
«Ο Βέγγος ήταν σχολαστικός με την καθαριότητα, όλοι το γνώριζαν αυτό. Εμείς λοιπόν πηγαίναμε και του λερώναμε το καμαρίνι. Το έπαιρνε είδηση και φώναζε: “πάλι εσείς, κατεργάρηδες;”. Γελούσαμε αλλά δεν ξανοιγόταν πολύ. Υπήρξε μοναδική περίπτωση εσωστρεφούς ανθρώπου» λέει στην «Espresso της Κυριακής» ο ηθοποιός.
  • ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΑΚΩΝΑΣ: «Οι τσέπες του ήταν πάντα… τρύπιες»
Ο Κώστας Τσάκωνας μας διηγήθηκε μια ιστορία που συνέβη στον Θανάση Βέγγο μέσα στο αστικό λεωφορείο ένα απόγευμα που πήγαινε στο «Δελφινάριο»: «Είχε τρυπήσει η τσέπη του και έχασε το εικοσάρικο που είχε για να πληρώσει το εισιτήριο. Ο ελεγκτής όμως του ζητούσε τα χρήματα επίμονα. Τότε σηκώθηκε κάποιος κύριος από τους επιβάτες και προσφέρθηκε να το πληρώσει. Το εικοσάρικο έπεσε κάτω και ο Θανάσης στην προσπάθειά του να το βρει χτύπησε το κεφάλι του και ήρθε στην παράσταση γεμάτος γρατζουνιές».

Και ο Κώστας Τσάκωνας συμπληρώνει: «Ομως, οι τσέπες του Βέγγου ήταν πάντα… τρύπιες. Οταν πληρωνόταν τη δεκαημερία από το θέατρο, γυρνούσε στο σπίτι και δεν είχε να δώσει δραχμή στην κυρία Ασημίνα. Κι αυτό γιατί στο θέατρο έρχονταν χήρες και ορφανά για να τις βοηθήσει. Στις δε χρυσές εποχές, όταν περνούσε με τη βέσπα του από την Ομόνοια, σταματούσε σε όποιον του άπλωνε το χέρι για να τον ελεήσει».
  • ΣΟΦΗ ΖΑΝΙΝΟΥ: Η πλάκα των Ζανίνο, Μπάρκουλη
Η Σόφη Ζανίνου, η οποία τον είχε «δεύτερο πατέρα», μας λέει: «Ο Θανάσης ήταν σχολαστικός με την καθαριότητα. Κυκλοφορούσε πάντα με ένα ξεσκονόπανο στο χέρι. Τον ενοχλούσε η σκόνη κι αυτό του έμεινε από την εξορία. Είχε αγοράσει ένα καινούργιο αυτοκίνητο και το ξεσκόνιζε κάθε πρωί, όταν κάναμε γυρίσματα στον Πόρο. Μια ημέρα, ο πατέρας μου, ο Ζανίνο, μαζί με τον Ανδρέα Μπάρκουλη και τον Κώστα Κακαβά πήραν φούμο, το έκαναν μαύρο και το έκρυψαν. Βγήκε στο παράθυρο, δεν είδε το αυτοκίνητο, κατέβηκε και άρχισε να τρέχει για να το βρει. Οταν το είδε μαυρισμένο, έπαθε μεγάλη πλάκα»!
  • ΚΑΡΟΛΟΣ ΠΑΥΛΑΚΗΣ: «Συνέχεια έτρεχε και χτυπούσε»

Ο θεατρικός παραγωγός Κάρολος Παυλάκης συνεργάστηκε με τον Θανάση Βέγγο στο θέατρο «Βρετάνια». «Το 1978 ανεβάσαμε την κωμωδία του Αλέκου Σακελλάριου “Τι έκανες στον Τρωικό πόλεμο, Θανάση” και την επόμενη χρονιά “Το βλήμα”. Ο Θανάσης ήταν απίστευτα δουλευταράς. Εκείνο που θυμάμαι ήταν ότι συνέχεια έτρεχε και χτυπούσε. Ερχόταν με επιδέσμους στο κεφάλι και στα χέρια. Με το χρήμα δεν είχε καθόλου καλή σχέση. Δεν τον ενδιέφερε, δεν το εκτιμούσε. Πρώτα νοιαζόταν για το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα της δουλειάς και δευτερευόντως για τα εισιτήρια» λέει o Κάρολος Παυλάκης.
Η σκηνή που του έχει μείνει από τον Θανάση; «Πηγαίναμε στο Μοναστηράκι για να αγοράσουμε υλικά για τα σκηνικά της παράστασης. Σε όλη τη διαδρομή ο κόσμος του φώναζε: “Θανάση, ξέρεις από βέσπα;”. Και εκείνος τους χαιρετούσε: “γεια σας, καλοί μου άνθρωποι”».
  • ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ: Το κλάμα που δεν έβγαινε από τον ρόλο
O θεατρικός συγγραφέας Γιώργος Λαζαρίδης, συνεργάτης του για πολλά χρόνια και συγγραφέας της μεγαλύτερης ίσως θεατρικής επιτυχίας του Βέγγου «Ο τρελός του Λουνα Παρκ», μας αφηγήθηκε το παρακάτω περιστατικό:
«Στις πρόβες του “Τρελού του Λούνα Παρκ” (1970) ο Θανάσης έπρεπε κάποια στιγμή να σταματήσει τις τρεχάλες πάνω στη σκηνή για να τον παρακολουθήσει και ο θεατής. “Δάσκαλε, αδύνατον να φρενάρω. Είμαι ηθοποιός ανοιχτής θαλάσσης, κατάλαβέ το” έλεγε στον Μιχαηλίδη, τον σκηνοθέτη του. “Κι όμως, Θανάση μου, στη σκηνή του μονολόγου που λες για τη ζωή σου πρέπει να κάτσεις σε αυτό το σκαμνάκι και να συγκεντρωθείς. Αλλιώς δεν βγαίνει συγκίνηση” του επεσήμανε ο σκηνοθέτης.
Πράγματι, στην πρόβα τζενεράλε ο Θανάσης κάθεται στο σκαμνάκι του μονολόγου και δίνει ρεσιτάλ. Κλαίγοντας τελείωσε. Ορθιοι χειροκροτούσαν. Τρέχει συγκινημένος και ο Μιχαηλίδης στα παρασκήνια και του λέει: “Είδες, Θανάση μου, που είχα δίκιο;”. Και ο Βέγγος του απάντησε: “Δάσκαλε, δεν βγήκε από το σκαμνάκι η συγκίνηση. Σκεφτόμουν ότι αύριο έρχονται κλητήρες και μου παίρνουν το σπίτι και δεν ξέρω πού να βολέψω τη Μίνα και τα παιδιά”»…

  • ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ: «Αισθανόταν ανασφαλής στο θέατρο»
Ο Γιώργος Μιχαηλίδης ήταν ο σκηνοθέτης που κατάφερε να πείσει τον Θανάση Βέγγο να εμφανιστεί στην Επίδαυρο. «Συνεργαζόμασταν πολύ πιο μπροστά και κάναμε παρέα. Τότε είχε καταρρεύσει ο ελληνικός κινηματογράφος και είχαν κυκλοφορήσει οι κασέτες και όλες αυτές οι αηδίες. Αλλά και ο Βέγγος είχε καταρρεύσει. Πηγαίναμε καθημερινά σε ένα ουζάδικο στη Θεμιστοκλέους και συζητούσαμε διάφορα πράγματα. Του έγραφα και τους σκελετούς στα νούμερα της επιθεώρησης που έκανε. Πρέπει να ομολογήσω ότι αισθανόταν πολύ πιο ανασφαλής στο θέατρο. Ηταν πιο πολύ παιδί του κινηματογράφου».
  • ΑΛΕΚΟΣ ΤΖΑΝΕΤΑΚΟΣ: «Κάνε κάτι στον Βέγγο να γελάσουμε»
Η «Espresso της Κυριακής» δημοσιεύει υλικό από το ανέκδοτο βιβλίο του Αλέκου Τζανετάκου, το οποίο μας εμπιστεύθηκε η οικογένειά του. Περιγράφει λοιπόν σε κάποιο σημείο ο ηθοποιός:
«Ο Θανάσης ήθελε να του λες τις ατάκες με τη σειρά τους, αν τις άλλαζες, πάθαινε μπλακάουτ. Επαιζε με τον δικό του τρόπο, πολύ δύσκολος και προβληματικός στη συνεργασία, ήθελε τρομερή προσοχή! Γιατί μπορούσε να σταματήσει την παράσταση, αν δεν γινόντουσαν όλα όπως αυτός ήθελε.
Προχωρώντας οι παραστάσεις είχαμε παίξει τα ίδια και τα ίδια λόγια κάθε βράδυ. Επρεπε να κάνουμε και καμιά πλάκα μεταξύ μας στη σκηνή για να σπάει η μονοτονία και η ανία, χωρίς φυσικά να καταλάβει κάτι το κοινό κάτω στην πλατεία. “Ελα, ρε Αλέκο”, μου έλεγαν οι συνάδελφοι, “κάνε κάτι στον Βέγγο να γελάσουμε”!
Ενα βράδυ την ώρα που παίρνει φόρα και τρέχει πάνω στη σκηνή, τη στιγμή που… γκάζωσε, πήρε φόρα και έτρεξε στο πόμολο να ανοίξει την πόρτα, του φώναξα στα γαλλικά. Σταματά ο φουκαράς ο Θανάσης, τα χάνει, τινάζει το χέρι του κάνα δυο φορές χτυπώντας αριστερά, δεξιά στο κεφάλι του τα δάχτυλα, δεν λέει λέξη και έρχεται σαν ζαλισμένος με αργά, βαριά βήματα δίπλα μου και μου λέει στο αυτί: “Τζανετάκο, ψυχρέ επαγγελματία, τι λέω παρακάτω, δεν θυμάμαι ούτε το όνομά μου”.
Φυσικά, για να μη σταματήσει η παράσταση τον κάλυψα, είπα εντάξει, ρε Θανάση, πήγαινε και άνοιξε την πόρτα και πήγαινε στη δουλειά σου. Και άμα έρθει η Νόρα Ράλλη, θα σε φωνάξω, και έφυγε σαν βρεγμένη γάτα».
  • ΧΡΥΣΑ ΔΟΤΣΙΟΥ, ΣΜΑΡΑΓΔΑ ΜΙΧΑΛΙΤΣΙΑΝΟΥ, ΕΣΠΡΕΣΣΟ, 8.5.2011