Σελίδες

Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2010

Ηχώ (η) Νύμφη Ορειάδα ή ορεισίδρομος ή πετρήεσσα ή πέτρας ορείας παις


Ηχώ,

Η Ηχώ ήταν Νύμφη των πηγών και των δασών (Ορειάδα ή ορεισίδρομος ή πετρήεσσα ή πέτρας ορείας παις) γύρω από την οποία δημιουργήθηκαν διάφοροι μύθοι που σκοπό είχαν να εξηγήσουν την προέλευση του αντίλαλου (αρχ. ηχώ).
Σύμφωνα με μια εκδοχή, η Ηχώ είχε διδαχθεί από τις Μούσες τον αυλό και το τραγούδι. Ζούσε μακριά από τους ανθρώπους κι απέφευγε τον έρωτά τους. Αρνιόταν ακόμη και τον έρωτα των θεών, γι' αυτό ο θεός Πάνας είχε θυμώσει μαζί της επειδή δεν ανταποκρινόταν στον έρωτά του, ενώ αντίθετα εκείνη ποθούσε κάποιο Σάτυρο που την απέφευγε.
Σύμφωνα με άλλη παράδοση ο Πάνας είχε εμπνεύσει μανία στους βοσκούς της χώρας εναντίον της Ηχούς, με αποτέλεσμα εκείνοι να τη διαμελίσουν και να διασκορπίσουν τα μέλη της. Η Γαία περισυνέλεξε τα μέλη και τα έθαψε. Κι επειδή η Ηχώ δεν έχασε μετά το θάνατό της την ικανότητά της να αναπαράγει όσους ήχους άκουγε, τους επαναλάμβανε από κάθε τόπο που ήταν θαμμένο κάποιο μέλος του σώματός της.
Ο Οβίδιος αναφέρει ότι η Ηχώ με τη φλυαρία της κρατούσε απασχολημένη την Ήρα για να μην μπορεί να αντιληφθεί τις διάφορες ερωτικές σχέσεις του Δία. Όταν η Ήρα κατάλαβε το σχέδιο του Δία και της Ηχούς καταδίκασε τη Νύμφη να μην μπορεί να λέει ότι θέλει, αλλά να επαναλαμβάνει τις τελευταίες συλλαβές των λέξεων που άκουγε.

Σύμφωνα με άλλη παράδοση η Ηχώ είχε ερωτευθεί το Νάρκισσο κι όταν εκείνος αρνήθηκε τον έρωτά της εκείνη αποσύρθηκε από ντροπή μέσα σε ερημικά σπήλαια. Από τη λύπη της εξαϋλώθηκε και απόμεινε μόνο η φωνή και τα κόκαλά της, τα οποία οι θεοί μεταμόρφωσαν σε βράχο. Από τότε η Ηχώ έπαψε να εμφανίζεται στα δάση και απαντούσε από το βράχο σε όσους την καλούσαν.
Βιβλιογραφία - πηγές
Λόγγος, Δάφνης και Χλόη, 3, 23, 1, 3
Νυμφν, κόρη, πολ γένος, Μελίαι κα
Δρυάδες κα
λειοι· πσαι καλαί, πσαι μουσικαί. Κα
μι
ς τούτων θυγάτηρ χ γίνεται, θνητ μν ς κ πα-
τρ
ς θνητο, καλ δ ς κ μητρς καλς.
Τρέφεται
μ
ν π Νυμφν, παιδεύεται δ π Μουσν συρίζειν, α-
λε
ν, τ πρς λύραν, τ πρς κιθάραν, πσαν δήν, στε
κα
παρθενίας ες νθος κμάσασα τας Νύμφαις συνεχό-
ρευε, τα
ς Μούσαις συνδεν· ρρενας δ φευγε πάντας,
κα
νθρώπους κα θεούς, φιλοσα τν παρθενίαν·

Π
ν ργίζεται τ κόρ, τς μουσικς φθονν, το κάλλους
μ
τυχών, κα μανίαν μβάλλει τος ποιμέσι κα τος από-
λοις. Ο
δ σπερ κύνες λύκοι διασπσιν ατν κα ίπ-
τουσιν ε
ς πσαν τν γν τι δοντα τ μέλη.
Κα
τ
μέλη Γ
χαριζομένη Νύμφαις κρυψε πάντα. Κα τήρη-
σε τ
ν μουσικν κα γνώμ Μουσν φίησι φωνν κα μι-
με
ται πάντα, καθάπερ τότε κόρη, θεούς, νθρώπους, ρ-
γανα, θηρία· μιμε
ται κα ατν συρίττοντα τν Πνα.
δ κούσας ναπηδ κα διώκει κατ τν ρν, οκ
ρν τυχεν λλ' το μαθεν τίς στιν λανθάνων μα-
θητής.
Ψευδο-Λουκιανός, Επιγράμματα, 16, 154, 1