«Ο Αγιορείτης καλόγερος Ιωνάς είναι στο κελί του και ζωγραφίζει τη Γέννηση του Κυρίου. Τι ησυχία! Ακούγεται μόνο το κομπολόγι δύο άλλων καλόγερων που, καθισμένοι σε χαμηλά σκαμνιά, περνούν τις ατελείωτες ώρες των κοιτάζοντας το πινέλο του ζωγράφου ν' ανασταίνει με υπομονή τη θεία ιστορία. Μα, μόλις ο Ιωνάς άρχισε να χρωματίζει έξω από τη σπηλιά της Βηθλεέμ τον μικρό βοσκό που κάθεται σε βράχο και παίζει φλογέρα στα πρόβατα του, έξαφνα θυμήθηκε τον εχθρό του... Το αίμα του ανέβηκε στο κεφάλι. Θυμήθηκε τον Καυσοκαλυβίτη αγιογράφο Αμβρόσιο, που ζωγραφίζει συχνά τη Γέννηση εντελώς αλλιώτικα, με αλλόκοτα πρόσωπα και ζώα πολλά, σαν τους Ευρωπαίους. Δεν τον υποφέρει αυτόν τον άνθρωπο... Τ ήταν τώρα δα, στην ησυχία της δουλειάς του, να τον θυμηθεί; Ερεθισμένος, άρχισε να μιλεί γι' αυτόν ενώ ζωγράφιζε. »Τα πατροπαράδοτα, έλεγε στους άλλους, σκυμμένος στην εικόνα του, εμείς οι εικονογράφοι έχομε καθήκον να τα κρατούμε, επειδή από μας οι πιστοί βλέπουν τα μυστήρια της Ορθοδοξίας. Μολαταύτα επούλησε προχτές ο Αμβρόσιος δια την Τήνο μια Γέννηση με δυο τσοπάνους που παίζουν όργανα με ασκιά. Ακούτε; Με τρεις σκύλους εις το ποίμνιο! Και κοντά στ' άλλα κ' ένα μαύρο κατσίκι, που πηγαίνει και τρώγει κλαράκι απ' το χέρι του Ιωσήφ. Αν γίνεται αυτό ποτέ! Κ' έπειτα, προς τι το λουτρόν του βρέφους; Τι πράγματα είναι αυτά; Πώς βρέθηκεν εκεί η γυναίκα που το βυθίζει στο νερό; Ο Χριστός εγεννήθη εις τον αχερώνα και ως μόνη περιποίησιν έλαβε τα χνώτα των ζώων πού έσκυβαν και τον εζέσταναν. Τούτο πρέπει να παραστήσει ο άξιος ορθόδοξος ζωγράφος! Όχι τους ξενισμούς των Ιταλών και των Ρώσων...»
Έτσι άρχιζε ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου το διήγημα του «Θεία τιμωρία», θίγοντας ένα πολύ σοβαρό ζήτημα της Ορθόδοξης εικονογραφίας γενικότερα και της αναφερομένης στην παράσταση της Γέννησης του Χριστού ειδικότερα. Αυτοί οι ξενισμοί για τους οποίους κάνει λόγο ο καλόγερος, συχνά διαπότισαν την Ορθόδοξη αγιογραφία απομακρύνοντας την, μάλλον ασυνείδητα, από το δόγμα. Όμως όπως έχει παρατηρήσει ο Λ. Ουσπένσκι, η εικόνα της Γέννησης δεν χρησιμεύει για την παράσταση κάποιου κειμένου που αναφέρεται στο γεγονός αυτό. Βασίζεται στην Αγία Γραφή και την Ιερή Παράδοση και αποκαλύπτει το δογματικό περιεχόμενο και το νόημα της Γέννησης στο σύνολο της.
Η Αγία Γραφή και πιο συγκεκριμένα το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον περιγράφει τη Γέννηση, ως εξής (κεφ. Β. 7 - 16):
«Και έτεκε τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον, και εσπαργάνωσεν αυτόν και ανέκλινεν αυτόν εν τη φάτνη διότι ουκ ην αυτοίς τόπος εν τω καταλύματι. Και ποιμένες ήσαν εν τη χώρα τη αυτή αγραυλούντες και φυλάσσοντες φύλακας της νυκτός επί την ποίμνην αυτών και ιδού άγγελος Κυρίου επέστη αυτοίς και δόξα Κυρίου περιέλαμψεν αυτούς, και εφοβήθησαν φόβον μέγαν• και είπεν αυτοίς ο άγγελος, μη φοβείσθε ιδού γαρ ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην, ήτις έσται παντί τω λαώ, ότι ετέχθη υμίν σήμερον σωτήρ, ος εστί Χριστός Κύριος, εν πόλει Δαυίδ και τούτο υμίν το σημείον ευρήσετε βρέφος εσπαργανωμένον, κείμενον εν φάτνη και εξαίφνης εγένετο συν τω αγγέλω πλήθος στρατιάς ουρανίου αινούντων τον Θεόν και λεγόντων δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία και εγένετο ως απήλθαν απ' αυτών εις τον ουρανόν οι άγγελοι, και οι άνθρωποι οι ποιμένες είπον προς αλλήλους διέλθωμεν δη έως Βηθλεέμ και ίδωμεν το ρήμα τούτο το γεγονός, ο Κύριος εγνώρισεν ημίν. Και ήλθον σπεύσαντες, και ανεύρον την τε Μαριάμ και τον Ιωσήφ και το βρέφος κείμενον εν τη φάτνη».
Το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο συμπληρώνει την εικόνα (κεφ. Β, 9 - 11): «και ιδού ο αστήρ ον είδον εν τη ανατολή προήγεν αυτούς, έως ελθών έστη επάνω ου ην το παιδίον• ιδόντες δε τον αστέρα εχάρησαν χαράν μεγάλην σφόδρα, και ελθόντες εις την οικίαν είδον το παιδίον μετά Μαρίας της μητρός αυτού, και πεσόντες προσεκύνησαν αυτώ και ανοίξαντες τους θησαυρούς αυτών προσήνεγκαν αυτώ δώρα, χρυσόν και λίβανον και σμύρναν».
Τα δύο Ευαγγέλια αναφέρουν, λοιπόν, ρητά τη φάτνη, τους ποιμένες, τους μάγους, τους αγγέλους, το αστέρι. Λείπει απ' τις περιγραφές το σπήλαιο, πού απαντά αργότερα στα κοντάκια, τους ύμνους ή τα τροπάρια, όπως το περίφημο «Η Παρθένος σήμερον τον Υπερούσιον τίκτει», ή το λιγότερο γνωστό: «Σήμερον τίκτει η Παρθένος τον Ποιητήν του παντός. Εδέμ προσφέρει σπήλαιον, και αστήρ μηνύει Χριστόν, τον Ήλιον τοις εν σκότει. Μετά δώρων Μάγοι προσεκύνησαν, πίστει φωτιζόμενοι και Ποιμένες είδον το θαύμα, Αγγέλων ανυμνούντων και λεγόντων Δόξα εν υψίστοις Θεώ».