Σελίδες


Πέμπτη 31 Μαρτίου 2011

Η ΕΡΩΤΙΚΗ ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΟΜΗΡΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ

Η ΕΡΩΤΙΚΗ ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΟΜΗΡΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ


Ο Έρωτας
Μετά την διασφάλιση της επιβίωσης, το δεύ­τερο σημαντικό μέλημα στη ζωή ενός ο­μηρικού ήρωα ήταν ο Έρωτας. Εδώ – προς διευκόλυνση των αναγνωστών- θα πρέ­πει να χωρίσουμε το θέμα μας σε μικρότερα τμήματα, εξετάζοντας λεπτομερέστερα κάθε έκφανση της ερωτικής συμπεριφοράς.
Ο Πλατωνικός έρωτας
«Η Βρισηίς οδηγείται στον Αγαμέμνονα από τους Ταλθύβιο και Ευρυβάτη.» Τοιχογραφία του Τιέπολο στη Villa Valmarana της Βιτσέντζα (1757).
Πιστεύουμε πως στα Ομηρικά χρό­νια δεν είναι δυνατόν παρά να υπήρχε και αυτή η σπανίζουσα μορφή έρωτα. Στα Έπη απαντούμε λίγους, ελάχιστους στίχους, ό­που ο Όμηρος αναφέρεται σε κάτι που μοιά­ζει σ’ αυτό που πολύ αργότερα χαρακτηρί­στηκε «πλατωνικός έρωτας», και που δεν εί­ναι τίποτ’ άλλο από έναν έρωτα που από την αντιξοότητα των περιστάσεων δεν πρόλαβε να πάψει να είναι «πλατωνικός». Σ’ ένα τέτοιο στίχο, λοιπόν, βλέπουμε τη Βρισηίδα να οδηγείται στον Αγαμέμνονα «αέκουσα» (χωρίς την θέλησή της) (Ιλ. Α, 348). Και ήταν φυσικό γι­ατί ο Αγαμέμνονας θα μπο­ρούσε να ήταν και πατέρας της από απόψεως ηλικίας και ή­ταν και παντρεμένος. Αντίθετα με τον Αχιλ­λέα που άφηνε, που και νεότερος ήταν και ωραίος και ανύπαντρος και ο οποίος της άρεσε.
«Νεαρούς να γλυκοκουβεντιάζουν» μας παρουσιάζει ο Όμηρος στους στίχους (Ιλ. Χ, 127) και είναι μια από τις τρυφερές εικό­νες τις τόσο σπάνιες που συναντά κανείς στους συνεχώς οργισμένους και αιματόβρεχτους στίχους της Ιλιάδας. Να ακόμη μερι­κοί, σταχυολογημένοι και από τα δύο Έπη: Η θεά Ειδοθέα, κόρη του θαλασσινού Πρωτέα, ερωτεύεται τον Μενέλαο (Οδ. α, 366), αλλά οι σχέσεις τους αυτές παραμένουν σε πλατωνικό επίπεδο, αν κρίνει κανείς από όσα αφηγείται ο Μενέλαος επί παρουσία της γυναίκας του Ελένης. Τελείως παιδιάστικη είναι η συμπεριφορά της Ναυσικάς όταν πρωτοσυναντά τον Οδυσσέα, και τη μια τον βλέπει «αείκελον» (ασκημομούρη), και την άλλη δε «θεοίσιν έοικεν» (έμοιαζε σαν θεός) (Οδ. ζ, 242).

Οδυσσέας και Ναυσικά, Christoph Amberger, 1619. Alte Pinakothek, Munich.
Η περίπτωση της Ναυσικάς πιστοποιεί για μια ακόμη φορά την αιώνια γοητεία των «γκρίζων κροτάφων» στις νεαρές ηλικίες, γιατί πουθενά ο Όμηρος δεν μας λέει αν ο Οδυσσέας ήταν ωραίος άντρας. Η Ναυσικά, παρ’ όλο τον ενθουσιασμό της, δείχνει αρ­κετά πεπειραμένη και σέβεται το τι θα πει ο κόσμος αν την δούν μ’ έναν άγνωστο (Οδ. ζ, 285). Δεν θέλει ν’ ακουστούν γι’ αυτήν τα κουτσομπολιά που η ίδια ομολογεί ότι κάνει για τις άλλες, που «ανδράσι μίσγηται, πριν γ’ αμφάδιον γάμον ελθείν», δηλαδή: «που δίχως του πατέρα τους τη γνώμη και της μάνας / και πριν ακόμη παντρευτούν με τα παλικάρια σμίγουν». (Οδ. ζ, 288).

Τρίτη 29 Μαρτίου 2011

Βιτσέντζος Κορνάρος, ο δημιουργός του «Ερωτόκριτου»

Σαν σήμερα εικάζεται ότι γεννήθηκε ο Κρητικός ποιητής Βιτσέντζος Κορνάρος, ένα από τα λαμπρότερα πνεύματα του ελληνισμού του 17ου αι. Το σημαντικότερο έργο του, ο Ερωτόκριτος, ένα έμμετρο επικό ερωτικό δράμα, θεωρείται από τα κορυφαία έργα της εποχής και αποτελεί κλασικό λυρικό έργο, εξαιρετικής ομορφιάς, με πλήθος κρητικών ιδιωματισμών. Στον Βιτσέντζο Κορνάρο αποδίδεται επίσης το θρησκευτικό δράμα Η θυσία του Αβραάμ.

Η αλήθεια είναι ότι τόσο η ημερομηνία γέννησης όσο και αυτή του θανάτου του κρητικού λογοτέχνη παραμένουν ανεπιβεβαίωτες. Παρόλα αυτά, σύμφωνα με μια εκδοχή, ο Βιτσέντζος Κορνάρος γεννήθηκε το 1553 στην Τραπεζούντα Σητείας στην Κρήτη, γιος του Ιάκωβου Κορνάρου και της Ζαμπέτας Ντεμέτζο. Ο Κορνάρος φέρεται να έζησε στη Σητεία περίπου μέχρι το 1580 και στη συνέχεια να εγκαταστάθηκε στον Χάνδακα (το σημερινό Ηράκλειο). Εκεί, ο κυριότερος εκπρόσωπος της κρητικής λογοτεχνίας παντρεύτηκε με την Μαριέτα Ζένο, με την οποία απέκτησε δύο κόρες. Για τον εαυτό του, αναφέρει ο ποιητής στους τελευταίους στίχους του Ερωτόκριτου:

«Κ' εγώ δε θε να κουρφευτώ κι αγνώριστο να μ' έχου
μα θέλω να φανερωθώ, κι όλοι να με κατέχου
Βιτσέντζος είν' ο ποιητής και στη γενιά Κορνάρος
που να βρεθή ακριμάτιστος, σα θα τον πάρη ο Χάρος.
Στη Στείαν εγεννήθηκε, στη Στείαν ενεθράφη,
εκεί 'καμε κι εκόπιασεν ετούτα που σας γράφει.
Στο Κάστρον επαντρέυτηκε σαν αρμηνεύγει η φύση,
το τέλος του έχει να γενή όπου ο Θεός ορίση
»

Από το 1591 φέρεται να ανέλαβε διοικητικά αξιώματα, ενώ κατά την διάρκεια της πανούκλας του 1591 -1593 ανέλαβε καθήκοντα υγειονομικού επόπτη. Ο ποιητής υπήρξε επίσης μέλος του λογοτεχνικού συλλόγου της Ακαδημίας των Παράξενων, που είχε ιδρύσει ο αδελφός του Ανδρέας, επίσης συγγραφέας – έργο του μια Ιστορία της Κρήτης, η οποία δεν εκδόθηκε ποτέ.

Το κορυφαίο έργο του αναγεννησιακού δημιουργού, Ερωτόκριτος, γραμμένο στην κρητική διάλεκτο, υπήρξε πολύ δημοφιλές και κυκλοφορούσε κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα σε χειρόγραφα. Η μυθιστορία του Ερωτόκριτου εκτείνεται σε 10.000 δεκαπεντασύλλαβους στίχους, ενώ πρότυπο του έργου φέρεται να είναι η γαλλική δημοφιλής μεσαιωνική μυθιστορία Paris et Vienne του Pierre de la Cypède, η οποία τυπώθηκε το 1487 και το οποίο διαδόθηκε μεταφρασμένο σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Ο Ερωτόκριτος είχε μεγάλη απήχηση, πέρασε σε μαντινάδες, παροιμίες, ενώ τα ονόματα των ηρώων δόθηκαν σε πολλά βρέφη. Ο Ερωτόκριτος πέρασε στην ελληνική λαϊκή παράδοση, εμπνέοντας ζωγράφους και μουσικούς μέχρι και τον 20ο αι. Τον Ερωτόκριτο και την Αρετούσα έχει ζωγραφίσει και ο σπουδαίος λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος, ενώ το κείμενο του Κορνάρου μελοποίησε μια από τις σπουδαιότερες φωνές της Ελλάδας και της παραδοσιακής μουσικής της χώρας, ο Νίκος Ξυλούρης.

Η Θυσία του Αβράαμ, ένα θρησκευτικό δράμα που αποτελείται από 1154 δεκαπεντασύλλαβους στίχους φέρεται να εκδόθηκε το 1635, ενώ πρότυπο του φέρεται να αποτέλεσε το έργο του Ιταλού Λ. Γκρότο, Ισαάκ.

Ο Βιτσέντζος Κορνάρος εκτιμάται ότι πέθανε στον Χάνδακα το 1613 ή το 1614, από άγνωστη αιτία, και ενταφιάστηκε στο μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου, άποψη η οποία έχει γίνει αποδεκτή από τους περισσότερους μελετητές.

«Αυτός ο λεπταίσθητος καλλιτέχνης, ακολουθώντας φαινομενικά την ταπεινή απαγγελία των ποιητάρηδων, ανυψώνει σε επίπεδο τέχνης την πνευματική κληρονομιά του ελληνικού λαού, αξιοποιώντας και επιβάλλοντας στη λόγια δημιουργία τα έμφυτα στον λαό εκφραστικά μέσα. Ο τρόπος που ο Κορνάρος κατακτάει αυτόν τον κόσμο, ο οποίος προϋποθέτει ιδιοσυγκρασία κλασικού, η γαλήνη που πετυχαίνει με έναν αδιάπτωτο έλεγχο του αφηγηματικού λόγου και του τόνου, η ειρωνεία αυτή καθ' εαυτή, θυμίζουν περισσότερο την ξέγνοιαστη αίσθηση ζωής του Ariosto, παρά τα βάσανα και τις τύψεις του Tasso. Γράφοντας με απόλυτη επίγνωση των πράξεών του και διαλέγοντας ένα δρόμο απατηλά εύκολο, με γλωσσικό όργανο παρθενικά βαπτισμένο στο κριτικό ιδίωμα, ο Κορνάρος εξασφάλισε στη νεοελληνική λογοτεχνία ένα αριστούργημα αντιπροσωπευτικό σε πανευρωπαϊκή κλίμακα» έγραψε στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του, για τον σπουδαίο κρητικό λογοτέχνη ο Ιταλός καθηγητής της Νεοελληνικής Φιλολογίας Vitti Mario.

Η συνάντηση του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας

Ἐφανερῶσαν το κ’ οἱ δυὸ πὼς εἶναι ἐκεῖ σωσμένοι
κι ἀπόκει στέκου σὰ βουβοὶ κ’ ἡ γλώσσα τως σωπαίνει.
Ἤτρεμ’ ἐκείνη σ’ μιὰ μεριὰ κ’ ἐκεῖνος εἰς τὴν ἄλλη
κι ὁ γεῖς τὸν ἄλλο ἐνίμενε τὴν ἐμιλιὰ νὰ βγάλη˙
μιὰν ὥρα ἐστέκα ἀμίλητοι καὶ τὰ πολλὰ ὁποὺ χώνα
ἐχάσαν τα, σοῦ φαίνεται, τὴν ὥρα ποὺ ἐσιμῶνα.
Δὲν εἶχαν τὴν ἀποκοτιὰ στὰ θέλου νὰ μιλήσου,
δὲν ξεύρουν ἀπὸ ποιὰ μεριὰ τὰ πάθη τως ν’ ἀρχίσου.
Ὡσὰ λαήνι ὁποὺ γενῆ πολλὰ πλατὺ στὸν πάτο
κ’ εἰς τὸ λαιμὸ πολλὰ στενὸ κ’ εἶναι νερὸ γεμάτο,
κι ὅποιος θελήση καὶ βαλθῆ ὄξω νερὸ νὰ χύση
καὶ τὸ λαήνι μὲ τὴ βιὰ πρὸς χάμαι νὰ γυρίση,
μέσα κρατίζει τὸ νερὸ κι ἀπ’ ὄξω δὲν τὸ βγάνει
κι ὅσο τὸ γέρνει τόσο πλιὰ μόνο τὸν κόπο χάνει,
ἐδέτσι ἐμοιάσασι κι αὐτοὶ κ’ ἦσα γεμάτοι πάθη,
ἡ ἀποκοτιὰ τως νὰ τὰ ποῦν, ὡς ἐσιμῶσα, ἐχάθη
καὶ θέλοντας νὰ ποῦν πολλὰ, τὰ λίγα δὲ μποροῦσι˙
τὸ στόμα τως ἐσώπαινε, μὲ τὴν καρδιὰ μιλοῦσι(TVXS)

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2011

ΓΙΑΤΙ ΛΕΜΕ" Xάσαμε τ’ αυγά και τα καλάθια-

Η φράση είναι πασίγνωστη. Χάσαμε τ’ αυγά και τα καλάθια. Τη λέμε για κάποιον που έπαθε ολοκληρωτική καταστροφή ή για κάποιον που τα έχει χάσει και έχει πελαγώσει. Χρησιμοποιείται συχνά, τόσο στην καθημερινή ομιλία όσο και στον δημοσιογραφικό λόγο. Για παράδειγμα, πριν από μερικές εβδομάδες στο Βήμα ο Αντώνης Καρακούσης έβαλε τίτλο του άρθρου του «Χάνοντας τ’ αυγά και τα καλάθια» και μέσα στο άρθρο υποστήριξε ότι η κυβέρνηση έχει χάσει τ’ αυγά και τα καλάθια.

Τη φράση τη θυμήθηκα, διότι στο λήμμα αναφερόταν ένας ιστότοπος με μια εντελώς αστήριχτη εξήγηση για την προέλευση της φράσης. Το κακό είναι ότι η εξήγηση αυτή, που προέρχεται από το βιβλίο «Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις» του Τάκη Νατσούλη, έχει αναδημοσιευτεί και αλλού, ακόμα και στην εφημερίδα «Τα Νέα» (και μάλιστα δυο φορές τα τελευταία χρόνια: 12.3.2003 και 18.3.2004). Και όσο αναδημοσιεύεται μια πατάτα, τόσο ριζώνει. (Για να μην παρεξηγηθώ: ο Νατσούλης έχει μαζέψει πολύ υλικό στο βιβλίο του· δυστυχώς, η έλλειψη συστήματος, η τσαπατσουλιά στην παράθεση των πηγών και η τάση του να προσπαθεί να βρει ζορ ζορνά μια ιστορική εξήγηση για κάθε φράση, μειώνουν την αξία του έργου του).

Αλλά ποια είναι επιτέλους η περίφημη εξήγηση του Νατσούλη; Διαβάστε, από το δημοσίευμα των Νέων:

Για κάποιον που τρομάζει ή σαστίζει εύκολα, συνήθως λέμε «έχασε τ’ αυγά και τα καλάθια». Η φράση αυτή έμεινε στις νεώτερες γενιές από το 1688, όταν την Αθήνα είχε καταλάβει ο Μοροζίνης με τα στρατεύματά του. Την εποχή εκείνη είχε πέσει πανώλη και τα κρούσματα ήταν χιλιάδες. Οι στρατιώτες του Μοροζίνη είχαν αρχίσει να αποδεκατίζονται. Τα χωράφια γύρω από την Αθήνα είχαν μετατραπεί σε νεκροταφεία. Τότε, πολλοί Αθηναίοι για να σωθούν πήραν τις οικογένειές τους και τράβηξαν για τα νησιά. Ανάμεσα σ’ εκείνους ήταν και ο Ιωάννης Ντερζίνης ή Ντερτσίνης, που έκανε εμπόριο αυγών. Για να μην αφήσει το εμπόρευμά του να χαλάσει, αποφάσισε να το πάρει μαζί του, με την ελπίδα να το πουλήσει. Όμως, στον δρόμο τούς επιτέθηκαν Αλγερινοί κουρσάροι και τους έπιασαν. Οι νέοι κρατήθηκαν αιχμάλωτοι, ενώ τον Ντερτσίνη, που ήταν ηλικιωμένος και άρρωστος, τον άφησαν ελεύθερο. Έτσι, αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω στην Αθήνα. Και όπως γράφει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Τάκης Νατσούλης στο βιβλίο του «Λέξεις και Φράσεις Παροιμιώδεις» (Εκδόσεις Σμυρνιωτάκης), αρκετοί τον επισκέπτονταν για να μάθουν για την τύχη των συγγενών τους που είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι από τους Αλγερινούς. Σε μια Αθηναία που έχασε τον άντρα της και έκλαιγε σπαρακτικά, ο Ντερτσίνης τής είπε: «Η αφεντιά σου κλαις για τον άντρα σου. Αμ, τι να πω κι εγώ ο κακομοίρης που έχασα τ’ αυγά και τα καλάθια»; Η φράση του αυγουλά έμεινε μέχρι τις μέρες μας, με διαφορετική όμως σημασία.

Τώρα, εγώ κάπου έχω ξαναγράψει ότι όταν βλέπω μια παροιμιακή φράση να εξηγείται με αναφορά σε ιστορικό πρόσωπο, κουμπώνομαι. Η πείρα μου λέει ότι το 90% των εξηγήσεων που παραπέμπουν σε ένα ιστορικό γεγονός, πρόσωπο κτλ. είναι κατασκευασμένες εκ των υστέρων. Όμως, το κακό είναι ότι αυτές οι ευφάνταστες εξηγήσεις είναι πολλές φορές τρομαχτικά δύσκολο ν’ ανασκευαστούν -είναι αυτό που λέω για τον παλαβό που πετάει άσκεφτα την πέτρα στο πηγάδι και πρέπει σαράντα γνωστικοί να πολεμήσουν να τη βγάλουν. Πώς να αποδείξεις ότι ένα γεγονός δεν συνέβη;

Όμως ο θεός αγαπάει και τον νοικοκύρη. Διότι η φράση αυτή, επειδή έχει σαν βασική της λέξη το «αυγό», βρίσκεται στο δημοσιευμένο τμήμα των Παροιμιών του Πολίτη (από το Α ως την αρχή του Ε, ενώ τα υπόλοιπα μένουν να τα τρώει το σαράκι σε κάποιαν αποθήκη, προς δόξαν του ελληνικού κράτους που δεν μπορεί να διαθέσει ένα μικρό κλάσμα απ’ όσα τσέπωσαν οι βαλτοπεδινοί για να τυπωθεί ένα πραγματικά εθνικό έργο!). Και ανατρέχοντας στον Πολίτη, δεν βρίσκω μεν τίποτε για τον Μοροζίνι, τον Ντερζίνη και λοιπούς αγρίους, βρίσκω όμως ότι την παροιμιώδη αυτή φράση την έχει καταγράψει ο Βάρνερ στη συλλογή του. Ποιος Βάρνερ; Ο Λέβινους Βάρνερ, ένας ανατολιστής που έζησε πολλά χρόνια στην Κωνσταντινούπολη ως εκπρόσωπος της ολλανδικής κυβέρνησης και έγραψε της παναγιάς τα μάτια, μεταξύ των οποίων ελληνικό ενδιαφέρον έχει η συλλογή παροιμιών τις οποίες συγκέντρωσε, και που διασώζουν μάλιστα τη λαλούμενη μορφή της γλώσσας μας, διότι ο Βάρνερ δεν ήταν λογιότατος να εξαρχαΐζει τις παροιμίες, τις κατέγραφε όπως τις άκουγε· ενώ ο ιερομόναχος Παρθένιος Κατζιούλης, που επίσης καταγράφει την παροιμία (λίγο αργότερα) θεωρεί καλό να της αλλάξει τα φώτα: Απίεσαν ωά και κάλαθοι, γράφει.

Ενώ ο Βάρνερ καταγράφει: «Έχασε τα αυγά και το καλάθι». Και την εξηγεί, λατινικά: Notatur totius facultatis ruina. Πρόχειρα καταλαβαίνουμε ότι η παροιμία σημαίνει ότι κάποιος καταστράφηκε ολοσχερώς. Όταν έρθει ο λατινιστής υπηρεσίας, ίσως διορθώσει αυτή την πρόχειρη απόδοση.

Το πιο σημαντικό: ο Βάρνερ, τιμημένο να ‘ναι τ’ όνομά του, έφυγε από τον μάταιο τούτο κόσμο το 1665. Πότε έγραψε τη συλλογή του δεν ξέρουμε, διότι δεν την εξέδωσε σε βιβλίο, στα χαρτιά του βρέθηκε, αλλά πάντως όχι αργότερα από το 1665. Άρα, αποκλείεται να ισχύει η ευφάνταστη εξήγηση του Νατσούλη, ότι η φράση γεννήθηκε από ιστορικό γεγονός που έγινε το 1688, διότι ο Βάρνερ ήταν μεν μέγας και τρανός ανατολιστής αλλά προφήτης δεν ήταν! Είπαμε, ο θεός αγαπάει τον νοικοκύρη καμιά φορά.

Οπότε; Και τι θα κάνουμε χωρίς Ντερζίνη; Πώς θα εξηγήσουμε τη φράση; Μα, δεν θέλει και πολλή φιλοσοφία, δεν είναι δα και τόσο σπάνιο συμβάν να πηγαίνει ο αυγουλάς στο παζάρι να πουλήσει την πραμάτεια του και να του τύχει στο δρόμο καταιγίδα ή να τον κλέψουν ενώ κοιμάται ή να πάθει κάτι άλλο και να χάσει και τ’ αυγά και τα καλάθια! Όχι ένας, μα χίλιοι δεκατρείς αυγουλάδες θα ‘χουν πάθει παρόμοιες συμφορές στο παρελθόν. Από εκεί ασφαλώς θα βγήκε η φράση. Κι όμως, πολύς κόσμος νιώθει ανασφάλεια αν δεν έχει προσδιορισμένη, επώνυμη προέλευση. Ενώ τους πετάς έναν Τζερτζίνη στα μούτρα, χωρίς καμιά πηγή, χωρίς καμιά βάση, και το δέχονται ασμένως. Και το αναπαράγουν, και το αναδημοσιεύουν, και το βάζουν και στα «Νέα». Και μάλιστα δυο φορές, για να το εμπεδώσουμε.

Τελειώσαμε; Σχεδόν. Πριν κλείσω, να πω ότι η φράση «έχασε τ’ αυγά και τα καλάθια» πολύ συχνά ακούγεται σε παραλλαγή: «έχασε τ’ αυγά και τα πασχάλια». Κανονικά, αυτή η φράση είναι «λαθεμένη», συμφυρμός της «έχασε τ’ αυγά και τα καλάθια» και της «έχασε τα πασχάλια» που τη λέμε για κάποιον που τα έχει χαμένα, όπως τον παλιό καιρό οι παπάδες που έχαναν τους τυφλοσούρτες τους και δεν ήξεραν πότε πέφτει το Πάσχα. Κι επειδή το Πάσχα είναι δεμένο με τ’ αυγά τα κόκκινα, εύλογο είναι να συμφύρονται οι δυο φράσεις. Και μάλιστα χωρίς να έχει βάλει το χεράκι του κανείς Ντερζίνης ή Τζερμπίνης.

Υ.Γ. Ωστόσο, φαίνεται ότι στη Βόρεια Ελλάδα επικρατεί η «λανθασμένη» μορφή της φράσης, δηλαδή «έχασε τ’ αυγά και τα πασχάλια». Πέρα από την επιβεβαίωση φίλων που διάβασαν το ίδιο σημείωμα στο ιστολόγιο, την έχω επίσης αποδελτιώσει στον εξαιρετικό (και πρόωρα χαμένο) Θεσσαλονικιό συγγραφέα Τόλη Καζαντζή.

ν.σαραντάκος

Σάββατο 26 Μαρτίου 2011

Μαρίνος Αντύπας (1872-1907) – Ο διαφωτιστής των κολίγων

Μαρίνος Αντύπας«Πολλάκις εδοκίμασα την λόγχη και την φυλακή, κατανοήσας έτσι ότι η πρόοδος της ιδέας έχει ανάγκην αυτοθυσίας και ότι το δέντρο του αγώνα ποτίζεται με αίμα και όχι με νερό».

Μαρίνος Αντύπας

Ο Μαρίνος Αντύπας υπήρξε αγωνιστής του αγροτικού κινήματος κι ο πρώτος που αγωνίστηκε εμπράκτως για να αφυπνίσει τους εξαθλιωμένους κολίγους, παρ’ ότι ο ίδιος δεν ήταν αγρότης. Ήταν υπέρμαχος των λαϊκών ελευθεριών και των φυσικών δικαιωμάτων του ανθρώπου, κυρίως των ανθρώπων του μόχθου. Αγωνίστηκε σ’ όλη του τη ζωή για την αφύπνιση του λαού, και μάλιστα των αγροτικών και εργατικών τάξεων.

Γεννήθηκε στο ορεινό χωριό Φερεντινάτα, της περιοχής Πυλαρού στην Κεφαλλονιά, το 1872. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Σπύρου Αντύπα και της Αγγελίνας το γένος Κλαδά από το Αργοστόλι. Αδέλφια του ήταν ο Μπάμπης ή (Μπαούτας) και η Αδελαΐς. Ο πατέρας του ήταν ξυλουργός και ξυλογλύπτης και ζούσε από το επάγγελμά του. Έτσι ο Μαρίνος Αντύπας κατόρθωσε να τελειώσει το γυμνάσιο με πολλές στερήσεις, που έγιναν ακόμη μεγαλύτερες όταν, σε ηλικία 17 ετών, πήγε να ζήσει στην Αθήνα ως φοιτητής της Νομικής Σχολής, χωρίς εντέλει να αποπερατώσει τις σπουδές του και να πάρει το πτυχίο του νομικού. Ο Μαρής, όπως τον φώναζαν στην ιδιαίτερη πατρίδα του, ως φοιτητής ήρθε σε στενή επαφή με προοδευτικούς, δημοκρατικούς και σοσιαλιστικούς κύκλους της Αθήνας, που επέδρασαν σημαντικά στον ιδεολογικό του προσανατολισμό, γίνεται μέλος του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου του Καλλέργη και μάλιστα στις αρχές Φεβρουαρίου 1896 ήταν ομιλητής σε συγκέντρωση 200 περίπου χωρικών στη Βιτρίτσα, όπου μίλησε για τον Σοσιαλισμό. Αργότερα, με τη διάσπαση του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου, συνεργάστηκε για ένα διάστημα με τον Σοσιαλιστικό Σύνδεσμο «Κόσμος», ενώ αργότερα έγινε μέλος του Σοσιαλιστικού Συλλόγου.

Όταν ξέσπασε η Κρητική Επανάσταση του 1896, ο Αντύπας με άλλους φοιτητές κατέβηκε εθελοντής αγωνιστής στην Κρήτη. Σε μια σύγκρουση όμως με τους Τούρκους, τραυματίστηκε σοβαρά στο στήθος και αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Αθήνα. Στην Αθήνα άρχισε να οργανώνει δημόσιες ομιλίες για τον Σοσιαλισμό και τις επαναστατικές ιδέες, ενώ τον ίδιο χρόνο (1897) οργάνωσε και μίλησε σε συλλαλητήριο στην Ομόνοια εναντίον των Μεγάλων Δυνάμεων και του βασιλικού καθεστώτος της Ελλάδας, κατηγορώντας τους για την ήττα στον πόλεμο του χρόνου αυτού και ζήτησε την εξακολούθηση του πολέμου κατά των Τούρκων μέχρι τέλους. Για το συλλαλητήριο αυτό συνελήφθη και παραπέμφθηκε σε δίκη, στις 8 Ιανουαρίου 1898, όπου καταδικάστηκε σε έναν χρόνο φυλάκιση στις φυλακές της Αίγινας, αποκτώντας τον χαρακτηρισμό του επικίνδυνου. Η υπ΄αριθμόν 4176 διαταγή του Υπουργείου Δικαιοσύνης δίνει αυστηρή εντολή «Να μπει ο Αντύπας στην απομόνωση και να μην συνδιαλέγεται κανένας μαζί του. Σε περίπτωση μη συμμορφώσεως του Αντύπα προς τα παραπάνω να τον δέσουν μέσα στο κελί και να τον θέσουν “υπό άναλον δίαιτα”».

Μετά την αποφυλάκισή του, προσπάθησε να συνεχίσει τις σπουδές του, αλλά τελικά τις εγκατέλειψε και επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα του το 1900. Τότε γνώρισε την Βασιλικούλα Καλομοίρη κόρη σταφιδέμπορα από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Η κυρία «Κούλα», όπως την έλεγαν στο χωριό, ήταν γυναίκα από αρχοντική οικογένεια, αγάπησε τον Αντύπα και φύλαγε τα γράμματα του μέχρι τελευταία που πέθανε. Ο Αντύπας εκδίδει εκεί την εφημερίδα «Ανάστασις», όπου το πρώτο φύλλο της κυκλοφόρησε στις 29 Ιουλίου του 1900. Το περιεχόμενο του πρώτου φύλλου προκάλεσε την καταδίωξη του Αντύπα και την εισαγωγή του σε δίκη, με αποτέλεσμα τη διακοπή της έκδοσης της εφημερίδας. Όμως από τις 3 Ιουλίου 1904 ως τις 27 Απριλίου 1907 συνεχίστηκε η έκδοσή της χωρίς καμιά διακοπή.

Τα πιστεύω του, συμπύκνωσε στο τελευταίο του άρθρο, με τίτλο «ΤΙ ΕΙΜΑΙ», όπου, μεταξύ άλλων, γράφει:
«Είμαι σοσιαλιστής όνομα και πράγμα, φέρω τον τίτλο μου πιστώς και υπερηφάνως. Πιστεύω ως παντοκράτορα, ποιητή ορατών τε και αοράτων, την εργασίαν, και ως ομοούσιον και αχώριστον τριάδα της ευτυχίας και της ειρήνης, την Ελευθερία, την Ισότητα και την Αδελφότητα».

Παράλληλα, ο Αντύπας ιδρύει στην Κεφαλλονιά την πολιτικοεκπαιδευτική λέσχη «Λαϊκό Αναγνωστήριο “Η ισότης”», δημιουργώντας και νέα προβλήματα στις αρχές, που τον οδηγούν σε δίκη, η οποία όμως είχε ως αποτέλεσμα την αθώωσή του. Η κοινωνική και πολιτική του δραστηριότητα δεν περιορίστηκε μόνο στην Κεφαλλονιά αλλά ξεδιπλώθηκε και στην Αθήνα. Έπαιρνε ενεργό μέρος στη διοργάνωση συλλαλητηρίων. Στον Πειραιά, μάλιστα, είχε σχέσεις με τον πρόεδρο των εργατικών σωματείων, Ανάργυρο Φαρδούλη.

Το 1903, λόγω των διώξεων εναντίον του, ο Αντύπας έκανε ένα, καθοριστικό για τη ζωή του, ταξίδι στον πλούσιο γεωπόνο θείο του Γεώργιο Σκιαδαρέση, που διέμενε στο Βουκουρέστι της Ρουμανίας και ύστερα από πολλές συζητήσεις τον έπεισε να επενδύσει αγοράζοντας γη στο θεσσαλικό κάμπο. Πράγματι ο Σκιαδαρέσης, μαζί μ’ έναν άλλο συμπατριώτη του, τον Αριστείδη Μεταξά, αγόρασε στην περιοχή των Τεμπών ένα μεγάλο κτήμα 300.000 στρεμμάτων.

Κορύφωση της πολιτικής του δραστηριότητας ήταν η υποψηφιότητά του ως βουλευτής Κρανιάς κατά τις βουλευτικές εκλογές του 1906. Απέτυχε η υποψηφιότητά του με μικρή μειοψηφία, μαζεύοντας 2.550 ψήφους εργατών και χωρικών. Την ίδια χρονιά βαφτίζει στην Κεφαλλονιά τα παιδιά ενός φίλου του και ενός βοηθού του πατέρα του δίνοντάς τους τα ονόματα Αναρχία και Επανάσταση. Οι γονείς των παιδιών, αλλάζουν ύστερα από χρόνια τα ονόματα και μετατρέπουν το Αναρχία σε Άννα και το Επανάσταση σε Ανάσταση. Μετά την αποτυχία του στις βουλευτικές εκλογές, ο Αντύπας, ύστερα από πρόσκληση του θείου του Σκιαδαρέση, εγκατέλειψε την Κεφαλλονιά και έφθασε στη Θεσσαλία, όπου ανέλαβε τη διεύθυνση των κτημάτων του θείου του, μαζί με τον Παναγιώτη Σκιαραδέση, τον Ιούνιο του 1906. Η έκταση αποτελούσε πρώην τσιφλίκι του Αλή Πασά και η πλευρά Σκιαδαρέση παίρνει την περιοχή που έχει έδρα το Λασποχώρι (Ομόλιο).

ΤσιφλικάδεςΕκεί συνάντησε μια κατάσταση που δεν μπορούσε να τον αφήσει ανεπηρέαστο. Οι σχέσεις ιδιοκτησίας πάνω στη γη είχαν μείνει όπως ήταν επί τουρκοκρατίας. Το ίδιο συνέβαινε και με τις συνθήκες εργασίας των χωρικών στα χτήματα των τσιφλικάδων. Είναι γνωστό άλλωστε πως το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα, δηλαδή η απαλλοτρίωση των τσιφλικιών και το μοίρασμά τους στους αγρότες, δε λύθηκε μετά την Επανάσταση του ’21 αλλά μετατέθηκε για έναν αιώνα μετά ενώ στη Θεσσαλία έλαβε εκρηκτικές διαστάσεις. Η Θεσσαλία προσαρτήθηκε στην Ελλάδα το 1881, ύστερα από την υπογραφή ειδικής σύμβασης ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις και την Τουρκία στο πλαίσιο του Συνεδρίου του Βερολίνου. Όμως τίποτα δεν άλλαξε στη ζωή των αγροτών του θεσσαλικού κάμπου. Η γη απλώς άλλαξε χέρια και τον Τούρκο δυνάστη διαδέχτηκε ο Έλληνας ο οποίος πολύ συχνά αποδεικνυόταν χειρότερος του προκατόχου του. Επειδή η απελευθέρωση δεν έγινε επαναστατικά, οι Τούρκοι ιδιοκτήτες των τσιφλικιών είχαν το δικαίωμα να πουλήσουν φεύγοντας τις περιουσίες τους, κυρίως σε πλούσιους Έλληνες γαιοκτήμονες και επιχειρηματίες. Οι καινούργιοι τσιφλικάδες ήταν πλούσιοι ομογενείς του παροικιακού Ελληνισμού, που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα της ελληνικής κυβέρνησης για επενδύσεις. Γεωργοεπιχειρηματίες, μορφωμένοι, γλωσσομαθείς ήτανε οι αγοραστές της γης και αποτέλεσαν την υψηλή κοινωνία της Θεσσαλίας. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν έμεναν ποτέ στα τσιφλίκια και ανέθεσαν τη διαχείρισή τους σε επιστάτες–διαχειριστές, ή τα ενοικίαζαν σε άλλους που τα εκμεταλλεύονταν χωρίς όρια. Η χειρότερη κατηγορία τσιφλικάδων ήταν οι πρώην επιστάτες–διαχειριστές των μεγάλων κτημάτων, που έφτιαξαν περιουσία, εκμεταλλευόμενοι και τους κολίγους και τα αφεντικά τους. Μια στατιστική στα 1911 απαριθμεί 848 μεγάλα τσιφλίκια σ’ όλη την Ελλάδα η μισή δηλαδή καλλιεργήσιμη γη της χώρας ανήκε στους τσιφλικάδες μη εξαιρουμένου και του μοναστηριακού κλήρου, Απ’ αυτά, περίπου 400 τσιφλίκια βρίσκονταν στην Θεσσαλία και εργάζονταν σ’ αυτά το 50% του αγροτικού πληθυσμού της. Η περιουσία των τσιφλικάδων, οι οποίοι είχαν τεράστια πολιτική επιρροή, προστατεύονταν από τον νόμο που απαγόρευε την απαλλοτρίωση ή τον εξαναγκασμό σε πώληση των τσιφλικιών και ειδικά αυτών της Θεσσαλίας, ενώ με ειδική παράγραφο απαγορεύονταν η θέσπιση διατάξεων που θα άλλαζαν το καθεστώς των κολίγων στα τσιφλίκια.

O τσιφλικάς είχε την δυνατότητα να προσλαμβάνει ή να απολύει τον κολίγο χωρίς καμιά δικαιολογία, σύμφωνα δε με τον εσωτερικό κανονισμό των τσιφλικιών ο κολίγος δεν είχε κανένα ιδιοκτησιακό δικαίωμα στην οικία που έμενε, όφειλε να παράγει ορισμένη ποσότητα καρπών από την οποία έπρεπε να δίνει το ένα τρίτο, ενώ σε περίπτωση θανάτου η οικογένειά του διωχνόταν από το τσιφλίκι. Κάτω απ’ την αυστηρή επίβλεψη των επιστατών, χιλιάδες οικογένειες ζούσαν σαν δουλοπάροικοι στα θεσσαλικά τσιφλίκια. Οι δυνατότητες διαμαρτυρίας και οι προσπάθειες οργάνωσης αντιμετωπίζονταν από την αστυνομία και τις δικαστικές αρχές με σκληρό και άδικο τρόπο σ’ όφελος των τσιφλικάδων, πολλοί από τους οποίους ήταν και βουλευτές.

ΚολίγοιΟι κολίγοι που δούλευαν στα τσιφλίκια, μαρτυρούσαν και υπόφεραν γιατί το αφεντικό γύριζε όλη τη μέρα στα κτήματα καβάλα στ’ άλογό του, με το κουρμπάτσι στο χέρι και το γκρα στον ώμο. Όπως γράφει ο ιδρυτής του Αγροτικού Κόμματος, Δημήτριος Μπούσδρας «Οι καλλιεργηταί, όπως και πρώτα υποχρεούντο να δίδωσιν εις τον γαιοκτήμονα (αφέντην), το τρίτον ή το ήμισυ των παραγομένων καρπών, ενοίκιον διά τη βοσκήν των κτηνών, μέγαν αριθμόν ορνίθων και αμνών, ικανήν ποσότητα τυρού, βουτύρου, καυσοξύλων, αιγών, πεπονιών, χόρτου και αχύρου, να στέλλωσιν εν θήλυ μέλος, ίνα ζημώνη και ψήνη το ψωμί της επιστασίας, λείψανον του δικαιώματος της πρώτης νυκτός: Οι τσιφλικούχοι εξουσίαζον το σώμα των γυναικών και των θυγατέρων των κολίγων… Κατώκουν εις τρώγλας και πολλοί συνέτρωγον εν τη αυτή φάτνη με τους όνους των, θνήσκοντες δε, και με αιμάσσουσαν καρδίαν, ητένιζον τα πέριξ της κλίνης του θανάτου τέκνα των, διότι τα εγκατέλειπον άστεγα… Οσάκις δε υπεδέχοντο τον αφέντην επισήμως, γονυπετείς, εσύροντο, εκτύπων το χώμα με το μέτωπον τρεις φορές και εφίλουν τον αριστερόν πόδα του. Γενικώς δε ειπείν αι μεγάλαι πιέσεις, αι εξαθλιώσεις και αι αφόρητοι ταπεινώσεις δίκην μαστιγίου, έπληττον τα νώτα και είχον κάμει τους χωρικούς δέκτας ενός επαναστατικού ευαγγελίου…». Ο δικηγόρος εκδότης της εφημερίδος «Πανθεσσαλική», Σοφοκλής Τριανταφυλλίδης, σε μια μελέτη του που εκδόθηκε στα 1906, αναφέρει: «Η Θεσσαλία επί Τουρκοκρατίας, δεν ετυραννείτο από τους Τούρκους αλλ’ από τους κοτζαμπάσηδες διά των Τούρκων… Μετά την προσάρτησιν αι ελληνικαί κυβερνήσεις παρέδωσαν τη Θεσσαλίαν εις νέαν εκμετάλλευσιν, και εις νέαν τυραννίαν ολίγον διαφέρουσαν, αν μη χείρονα της πρώτης. Την παρέδωσαν εις τον κοτζαμπασισμόν και την τοκογλυφίαν… Οι χωρικοί όθεν και οι κολίγοι της Θεσσαλίας εκτός της αρπαγής του Αλή, και της βίας του Σουλτάνου, υπέστησαν νέαν βίαν εκ μέρους της κυβερνήσεως της γλυκειάς των Πατρίδος, η οποία, διά της χωροφυλακής, διά των αστυνόμων, διά των νομαρχών και διά των εισαγγελέων, απειλούσα διωγμούς, φυλακίσεις και εξώσεις, ηνάγκασε τους κολίγους να παραιτηθώσιν άκοντες παντός δικαιώματος, το οποίο είχον επί των αγρών των, και να συναινέσωσιν εις την κατάλυσιν παντός περιορισμού της κυριότητος των τσιφλικίων όστις υφίστατο υπό το κράτος της σουλτανικής κυριαρχίας».

Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Αντύπας δεν έχει καμία σχέση με τη μέχρι τότε εικόνα του βίαιου και άξεστου επιστάτη που αποτελούσε το «μαντρόσκυλο» του εκάστοτε μεγαλοτσιφλικά. Το λεξικό της εφημερίδας «Ανεξάρτητος» την περίοδο του μεσοπολέμου αναφέρει:
«Δεν ήτο ο επιστάτης, το όργανον δηλαδή ενός φεουδάρχου, αλλά ο παλαιός Αντύπας. Καθημερινώς επροπαγάνδιζε την χειραφέτησιν των σκλάβων αγροτών. Έκαμε διαλέξεις, περιοδείας εις τα γύρω χωριά (περιφερείας Πυργετού) και με μίαν λέξιν ύψωσε την σημαίαν του Αγροτισμού. Βεβαίως δεν επροπαγάνδιζε την χωρίς καμμίαν αποζημίωσιν απαλλοτρίωσιν των τσιφλικίων αλλά “την παραχώρησιν τούτων εις τους γεωργούς κατόπιν δικαίας και λογικής αποζημιώσεως των τσιφλικιούχων”. Διά την εποχήν εκείνην όμως η προπαγάνδα αυτή ήτο μία επαναστατική προπαγάνδα».

Ο Αντύπας αποδεικνύεται, δηλαδή, όχι επιστάτης του ιδιοκτήτη θείου του, αλλά «επιστάτης» των δικαιωμάτων των κολίγων και των ελευθεριών των ταπεινωμένων. Σύμμαχος σε αυτές του τις ενέργειες βρίσκει τον θείο του, που, παρ’ ότι μεγαλοϊδιοκτήτης, συναινεί στις ενέργειες του Αντύπα για περισσότερες παροχές στους κολίγους. Έτσι, με το θείο του ως σύμμαχο βάζει δυναμίτη στον θεσσαλικό κάμπο: Παραχωρεί στους κολίγους εκτάσεις για βοσκοτόπια, για να χτίσουν σπίτια στη θέση των καλυβιών που μένουν μέχρι τότε, τους παραχωρεί το δικαίωμα να κρατούν το 75% της παραγωγής αντί για το 25% που ίσχυε μέχρι τότε, εφαρμόζει τις αργίες, όπως αυτή της Κυριακής πριν ακόμη καθιερωθεί από το κράτος, κάτι που θα γινόταν το 1910, χτίζει σχολεία για τα παιδιά τους, τους οργανώνει σε αγροτικούς συνδέσμους. Ο Γ. Καψάλης στο βιβλίο του «Μαρίνος Αντύπας» αναφέρει χαρακτηριστικά: «Είναι Κυριακή απόγευμα, ένας τελάλης φωνάζει στους δρόμους του χωριού για τη σύναξη των κατοίκων στην πλατεία. Και είναι εκεί συνταγμένοι άντρες-γυναίκες. Τους μιλάει πως ο Σκιαδαρέσης, ο ιδιοκτήτης, τους χαρίζει τα χρέη, αφού κι αυτός μεσολάβησε. Πως από φέτος (1906) και κάθε χρόνο θα παραδίνουν μόνο το 25% της σοδειάς τους στον ιδιοκτήτη –και όχι το 75%, όπως έκαναν ως τότε. Και πως, όσοι θέλουν, μπορούν –με λογική τιμή– να αγοράσουν όσα στρέμματα θέλουν και να γίνουν ιδιοκτήτες οι ίδιοι. Πανζουρλισμός από εκδηλώσεις χάρης κι ευγνωμοσύνης. Τον θεωρούν “θεό” τους. Δεν προφταίνουν να τον αγκαλιάζουν και να τον φιλούν άντρες, γυναίκες, γεροντάκια, κοπέλες και παιδιά. Τους αναγγέλλει επίσης ότι στο Λασποχώρι θα ιδρύσει Γεωργική Σχολή…». Παράλληλα αλωνίζει ολόκληρο τον θεσσαλικό κάμπο μιλώντας στους αγρότες για τα δικαιώματα τους στη γη που οι ίδιοι καλλιεργούν και τους κινητοποιεί να απαιτήσουν δυναμικά τη διανομή της γης, με αποκορύφωμα το συλλαλητήριο στο Λασποχώρι αρχές του 1907.

Ο Αντύπας έγινε γρήγορα αρκετά αγαπητός ανάμεσα στους αγρότες, γιατί αποκάλυπτε διαρκώς τα σκάνδαλα και τις καταχρήσεις των τσιφλικάδων και των συνεργατών τους. Είχε ήδη διαμορφώσει μια προσωπική ιδεολογική θεώρηση που ήταν ένα μίγμα κοινωνικού χριστιανισμού, επαναστατικών στοιχείων της σοσιαλδημοκρατίας και αναρχικών ιδεών. Διακήρυσσε ότι η επανάσταση ήταν η μοναδική λύση στα δεινά. Ταυτόχρονα, έκανε και επαναστατική προπαγάνδα στους αγρότες, διατρέχοντας τα χωριά του νομού Λάρισας, με έναν από τους βασικούς του συνεργάτες τον Θανάση Καραλόπουλο. Ήδη από το 1906 το αγροτικό κίνημα στα χωριά της Λάρισας είχε γίνει ιδιαίτερα μαχητικό, με επικεφαλής το γιατρό Καραπαναγιώτη.

Όπως ήταν αναμενόμενο, αυτά τα κηρύγματα και οι πράξεις του Αντύπα κάθε άλλο παρά περνούσαν απαρατήρητα στους μεγαλοτσιφλικάδες, που, ενώ έβλεπαν να έχουν τη συνενοχή της κυβέρνησης και την ανοχή των χωρικών, έβρισκαν ένα απρόσμενο αντίπαλο. Γρήγορα ήρθε σε σύγκρουση με τον Αριστείδη Μεταξά και με τον Κυριακό, οι οποίοι ήταν φίλοι του θείου του και είχαν έρθει στην Ελλάδα μαζί του από τη Ρουμανία. Ταυτόχρονα, οι κρατικοί μηχανισμοί άρχισαν να κινούνται εναντίον του. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1906, στο κέντρο της Λάρισας, σε κάποια συγκέντρωση, ο τότε νομάρχης Λάρισας Κ. Νιώτης, τον κατηγόρησε δημόσια. Ο θείος του, ο εξάδελφός του Παναγιώτης Σκιαδαρέσης, και ο Κεφαλλονίτης τηλεγραφητής Τζανάτος, του συμπαραστάθηκαν. Μάλιστα, ο Αντύπας συνελήφθη τότε και δικάστηκε για επαναστατική προπαγάνδα, αλλά η επίσημη κατηγορία ήταν ότι δήθεν επιτέθηκε στο γαιοκτήμονα και βουλευτή Αγιάς, Αγαμέμνονα Σλήμαν (γιος του αρχαιολόγου Ερρίκου Σλήμαν). Ο Αντύπας όμως συνέχισε απτόητος την προπαγάνδα του. Το κέντρο της δράσης του ήταν το χωριό Λασποχώρι, του οποίου όλοι οι κάτοικοι ήσαν με το μέρος του.

Ο ίδιος καταλάβαινε τον κίνδυνο που αντιμετώπιζε και γι’ αυτό, άλλωστε, έκανε στους κολίγους τη γνωστή δήλωση με την οποία προέβλεπε τον θάνατό του: «Εμένα θα με σκοτώσουν, μα όπου κι αν με βρει το κακό να ‘ρθείτε να με πάρετε, θέλω και νεκρός να είμαι ανάμεσά σας». Γνώριζε ότι οι συστάσεις που του είχαν γίνει από τη Νομαρχία και τη Χωροφυλακή της περιοχής να μην ξεσηκώνει τους κολίγους δεν ήταν παρά προειδοποιήσεις. Αλλά, όπως φάνηκε, ούτε αυτός μπορούσε να κάνει πίσω στις αρχές του ούτε οι μεγαλοτσιφλικάδες μπορούσαν να μην παίξουν τον ιστορικό τους ρόλο, που θα οδηγούσε στο τέλος και στην πτώση τους.

Στις 12 και 23 Φεβρουαρίου, ο Αντύπας έγραψε στην εφημερίδα «Πανθεσσαλική», που εκδιδόταν στο Βόλο, τα δύο τελευταία του άρθρα. Στις 8 Μαρτίου 1907, βρισκόταν στη Λάρισα και αργά το βράδυ της ίδιας μέρας έφθασε στον Πυργετό, όπου διέμεινε μαζί με τον Γιάννη Κυριάκο, ο οποίος ήταν επιστάτης των κτημάτων του Αριστείδη Μεταξά. Ο Κυριακού, που συμπεριφερόταν βάναυσα στους κολίγους, μισούσε θανάσιμα τον Αντύπα για τη φιλοαγροτική του συμπεριφορά. Επίσης, είχε τη δυνατότητα να βρίσκεται κοντά του, λόγω του κοινού χώρου εργασίας και διαμονής τους και μπορούσε να τον δολοφονήσει με τρόπο που το έγκλημα είτε να μοιάζει με αυτοάμυνα είτε ως εκκαθάριση προσωπικών λογαριασμών. Έτσι και έγινε. Εκεί ο Κυριακός τον πυροβόλησε στο κεφάλι, τραυματίζοντάς τον ελαφρά, αλλά καθώς ο Αντύπας προσπάθησε να διαφύγει, ο Κυριάκος τον πυροβόλησε από πίσω και ξεψύχησε λίγο αργότερα στην αγκαλιά του ξαδέλφου του, Παναγιώτη Σκιαδαρέση. Ο Κυριάκος συνελήφθη αμέσως και το δικαστήριο προσπάθησε αργότερα να τον απαλλάξει.

Δημοσίευμα της εφημερίδος «ΕΜΠΡΟΣ» (9 Μαρτίου 1907)

Για τις τελευταίες στιγμές του Μαρίνου Αντύπα υπάρχει η συγκλονιστική κατάθεση που έδωσε στην Χωροφυλακή ο άλλος επιστάτης των κτημάτων και ξάδελφος του Αντύπα, Παναγιώτης Σκιαδαρέσης:
«Εκαθήμεθα εις το κάτω πάτωμα της οικίας μας και ετρώγαμεν, ότε περί την 11ην ο Αντύπας εγερθείς μετέβη όπως παραλάβη εκ του δωματίου του επιστολή τινά, πλην εύρε την θύραν του διαδρόμου κλειστή και έκρουσεν όπως του ανοίξουν. Ο εντός κοιμώμενος Ιωάννης Κυριακού εγερθείς του ύπνου ηρνήθη ν’ ανοίξη. Έπειτα όμως ανοίξας είπε εις τον Αντύπα ότι ουδέν δικαίωμα έχει να εισέλθη εις την οικίαν του. Εκ τούτου προκλήθη φιλονικία και αντηλλάγησαν βαρείαι φράσεις μετά τας οποίας ο Κυριακού λαμβάνει το όπλον διά του οποίου πυροβολεί και χτυπά τον Αντύπα ελαφρώς εις την κεφαλήν. Ότε όμως ούτος έφευγεν εδέχθη δεύτερον πυροβολισμόν διά δικάννου όπλου εις την οσφυακήν χώραν και πίπτει εις τας αγκάλας μου. Μετά μία ώρα εξέπνευσε λέγων “Ισότης, Αδελφότης, Ελευθερία”. Ο φονεύς αμέσως εκλείσθη εις το δωμάτιό του, άλλως θα εφονεύετο υπό των χωρικών, οίτινες ελάτρευαν τον Αντύπα. Μετ’ ολίγον ο φονεύς παρεδόθη εις τον καταφθάσαντα αστυνόμον».

Βέβαια, ο αστυνόμος, κάθε άλλο παρά είχε πρόθεση να δώσει την ορθή διάσταση των πραγμάτων και να βοηθήσει στην παραδειγματική τιμωρία του δολοφόνου. Έτσι, τηλεγράφησε στο υπουργείο Εσωτερικών ότι «Αντύπας ραπίσας Κυριακού εφονεύθη αμυνομένου». Στο ίδιο πνεύμα κινήθηκε και ο Τύπος είτε από σκοπιμότητα, είτε λόγω της πληροφόρησης που είχε από τις αρχές, είτε και για τους δύο λόγους μαζί. Στην εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ» αναφέρεται (10 Μαρτίου 1907): «Ο φόνος του δικηγόρου Μαρίνου Αντύπα εις τον Πυργετόν του Ολύμπου παρήγαγε βαθυτάτην συγκίνησιν… Ο Αντύπας, αντιπρόσωπος του Σκιαδαρέση μετέβη τη νύκτα εις το κοινόν κονάκιον ζητών να ανοίξη τη θύραν ενός διαφιλονικουμένου δωματίου, ην έκλεισε ο Κυριακού, επιστάτης του ετέρου συνιδιοκτήτου κ. Μεταξά. Ο Μαρίνος εισελθών εις το δωμάτιον του ύπνου του Κυριακού απειλητικώς ενέβαλε τον τελευταίον εις φόβον. Ο Κυριακού ήρπασε τότε το κρεμασμένον αγγλικόν όπλον Βίντσεστερ και επυροβόλησε δις πλήξας τον Αντύπαν εις την κεφαλήν και εις το ισχύον. Ο Αντύπας έπεσεν αμέσως άπνους». Στις 10 Μαρτίου 1907, η προσκείμενη στο Παλάτι εφημερίδα «ΕΣΤΙΑ» προέβαινε σε έναν άκρως ενδιαφέροντα πολιτικό υπαινιγμό, με αφορμή την δολοφονία του Αντύπα: «Η είδηση περί του φόνου του δικηγόρου Μ. Αντύπα εις το κτήμα Σκιαδαρέση εν Θεσσαλία προξένησεν εντύπωσιν εν Αθήναις, όπου ανεξαρτήτως των σοσιαλιστικών ιδεών του, ο Αντύπας απήλαυε συμπαθειών. Ο ατυχής δικηγόρος πίπτει θύμα ατυχώς αυτών των αρχών του, τας οποίας από έτους και πλέον εφήρμοζεν εις το μέγα κτήμα του θείου του το οποίον διηύθυνε. Τούτο αποδεικνύει, ότι ο Σοσιαλισμός εν Ελλάδι μόνο εις ιδέας πρέπει να υπάρχη, και να τηρήται απόστασις από της εφαρμογής των αρχών του». Ο υπαινιγμός ήταν σαφής κι έμοιαζε περισσότερο με απειλή: Εκείνον που θα επιχειρήσει να εφαρμόσει σοσιαλιστικές ιδέες τον περιμένει ο θάνατος.

Ο δολοφόνος του Αντύπα, πήρε γι’ αυτή την πράξη την αμοιβή των 12.200 δραχμών. Ήταν μια πράξη που κόστισε στους μεγαλοτσιφλικάδες πολύ φτηνά το 1907, αλλά πολύ ακριβά το 1910 με την επανάσταση των κολίγων. Η σορός του Μαρίνου Αντύπα εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στο ξενοδοχείο Μουστάκα στη Λάρισα και στις 11 Μαρτίου 1907 ξεκίνησε μια πομπή χιλιάδων οργισμένων αγροτών μέχρι την εκκλησία. Εκφωνήθηκαν αρκετοί λόγοι και ετάφη στο Λασποχώρι. Στις 18 Μαρτίου 1907 έγινε στις Στήλες του Ολυμπίου Διός στην Αθήνα, πολιτικό μνημόσυνο για τον Μαρίνο Αντύπα, στο οποίο συμμετείχαν 300 περίπου άτομα. Ο Κυριακού παραπέμφθηκε στο Κακουργιοδικείο της Λάρισας και αθωώθηκε για την δολοφονία του Αντύπα. Ο θείος του Σκιαδαρέσης, πικραμένος για τον χαμό του ανιψιού του, πούλησε το τσιφλίκι του κι έφυγε.

Έτσι χάθηκε αυτός ο πραγματικός αγωνιστής και διαφωτιστής των κολίγων, η ψυχή της αγροτιάς του θεσσαλικού κάμπου, σε ηλικία μόλις 35 ετών. Με τον θάνατό του θα γίνει ο πρώτος μάρτυρας του αγροτικού ξεσηκωμού και ο πρώτος ουσιαστικά νεκρός της μεγάλης εξέγερσης του Κιλελέρ, που θα ξεσπάσει στην επέτειο των τριών χρόνων από τον βίαιο και άδικο χαμό του, στις 6 Μαρτίου 1910.(ΠΔ)

Πέμπτη 24 Μαρτίου 2011

Αποκαλύψεις του Π.Σταύρου για τον Καζαντζάκη!


Ο Πάτροκλος Σταύρου, υφυπουργός του αρχιεπισκόπου Μακαρίου και των τριών επόμενων προέδρων της Κύπρου (Κυπριανού, Βασιλείου και Κληρίδη), επίτιμος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής, δεν μπορεί να μιλήσει για την Ελένη Καζαντζάκη, χωρίς να συγκινηθεί.
Αποκαλύψεις του Π.Σταύρου για τον Καζαντζάκη!
Μία σπάνια σχέση στοργής και τρυφερότητας -πιο κοντά στη λογοτεχνία παρά στην πραγματικότητα- που αργότερα απέκτησε και «θεσμική οντότητα», όπως έλεγε εκείνη με την υιοθεσία. Μέλος της οικογένείας του, ουσιαστικά, για εκείνον από τον πρώτο καιρό της γνωριμίας τους, η Ελένη Καζαντζάκη έγινε θετή μητέρα τού κατά 30 χρόνια νεώτερου Πάτροκλου Σταύρου, το 1982 και όταν εκείνη «έφυγε» το 2004, πλήρης ημερών (σσ. 101 ετών), εκείνος μάθαινε ότι ήταν και ο αποκλειστικός κληρονόμος της μοναδικής περιουσίας της, των πνευματικών δικαιωμάτων του Νίκου Καζαντζάκη.

Ωστόσο, η τύχη αυτή τον έφερε αντιμέτωπο με τις εγγονές της αδελφής του συγγραφέα, που διεκδίκησαν τα πνευματικά δικαιώματα και εξήντλησαν όλα τα δικαστικά μέσα, αλλά και την υπομονή και την αντοχή του -όπως λέει ο ίδιος στο ΑΠΕ-ΜΠΕ- σ΄έναν 7χρονο αγώνα με προσφυγές, λασπολογία, συκοφαντίες και ύβρεις, μέχρι την οριστική δικαίωση του πρόσφατα από τον Άρειο Πάγο.

-Άλλαξε τη ζωή σας η σχέση με την Ελένη Καζαντζάκη...

«Απόλυτα, απόλυτα! Ήταν μία άγια γυναίκα, δικαιοκρίτης, έντιμη και καθαρή, με καρδιά μικρού παιδιού, που αλάλαζε από χαρά για τις καλωσύνες», απαντά με τη χαρακτηριστική κυπριακή του προφορά.

Η γνωριμία τους, όπως σε όλες τις δυνατές σχέσεις, συνδέεται με δύσκολους καιρούς. Ξεκινάει με την πρώτη και τελευταία επίσκεψη του Νίκου Καζαντζάκη στην Κύπρο το 1926, στην οποία αναφερόταν συνεχώς και με πάθος στα γραπτά του. Την Κύπρο και την Κρήτη τις ονόμαζε «ηρωϊκές αυτάδελφες». Ήταν τότε μαζί του και η Ελένη, με την οποία συζούσε αμέσως μετά τον χωρισμό του από την ποιήτρια Γαλάτεια, κόρη του λόγιου εκδότη Στυλιανού Αλεξίου.

Κάμποσα χρόνια μετά, στα δραματικά γεγονότα του 1964, η Ελένη που έμενε πια στη Γενεύη ευαισθητοποιήθηκε και έστειλε στον Μακάριο επιστολή συμπαράστασης και μία επιταγή, ως βοήθεια στα θύματα. «Το γράμμα ήταν πολύ θερμό και τα χρήματα προέρχονταν από το έργο του Καζαντζάκη, οπότε ήταν σαν να τα έστελνε ο ίδιος».

Ο ίδιος, ο Πάτροκλος Σταύρου, ήταν τότε υφυπουργός παρά τω προέδρω της Κυπριακής Δημοκρατίας. «Ο άνθρωπος του Μακαρίου», λέει. «Εκείνος με σπούδασε, εκείνος με έκανε άνθρωπο. Ο Μακάριος ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος, ο "Ψηλορείτης της ανθρωπιάς" και μου είχε μεγάλη εμπιστοσύνη. Μου ανέθετε ειδικές αποστολές και είχα αναλάβει και την ενημέρωση των ξένων δημοσιογράφων. Ήταν πολύ δύσκολα χρόνια και μέσα σ΄αυτό το κλίμα τρόμου και απαισιοδοξίας, το μήνυμα της Ελένης μας έδινε κουράγιο και δύναμη».

Το 1967, μετά τη χούντα στην Ελλάδα, η Ελένη, διηγείται ο κ. Σταύρου, εξέφρασε την επιθυμία να έρθει πάλι στην Κύπρο. «Την κάλεσα επισήμως ως φιλοξενουμένη του Μακαρίου. Την παραλάβαμε από το αεροδρόμιο και έδωσε και μία διάλεξη για τον Καζαντζάκη. Τότε δεθήκαμε πολύ. Από τον Νοέμβρη του ΄67 έγινε άτυπο μέλος της οικογένειάς μας. Έκτοτε το σπίτι μας ήταν δικό της, είτε στην Κύπρο, είτε στην Αθήνα, στη Βούλα. Τις διακοπές τις περνούσαμε πάντα μαζί. Μία αμοιβαία αγάπη μας είχε φέρει κοντά για πάντα.

Τα γεγονότα της εποχής είναι γνωστά. Η χούντα στην Ελλάδα ήξερε ότι θα μπουν οι Τούρκοι, και στην Κύπρο δεν άφηναν κανένα να πυροβολήσει Τούρκο, απειλώντας ότι θα εκτελεστεί επιτόπου. "Τα Μεμέτια κάνουν γυμνάσια", έλεγαν για να μας παραπλανήσουν. Προδοσία!».

Η Ελένη ήξερε, από τη Γενεύη ακόμη, ότι θα γίνει εισβολή. Μού μήνυσε ότι «εδώ όλοι έτσι λένε», αλλά εγώ της απαντούσα: «Αστους να λένε». Αφού μας διαβεβαίωναν από την Ελλάδα ότι δεν θα γίνει τίποτε, εμείς οι αφελείς τους πιστεύαμε και έτσι μας παγίδευσαν.

Όσο η Ελένη ήταν στην Κύπρο, σήμαινε συναγερμός. Όλοι μου τηλεφωνούσαν να τη συναντήσουν. Και ο Μακάριος τη συμπαθούσε πάρα πολύ.

-Είχε και την αίγλη του Καζαντζάκη...

«Ναι, ήταν άξια και αντάξια... Εκείνη την εποχή κράτησε ηρωϊκή στάση. Οι Τούρκοι τη συνέλαβαν, τη σημάδευαν με το όπλο, εκτέλεσαν πολλούς άλλους μπροστά στα μάτια της. Δεν λύγισε. Τελικά, μετά από μερικές ημέρες φυγαδεύθηκε με ένα εγγλέζικο πλοίο».

-Τον Καζαντζάκη δεν τον γνωρίσατε, παρά μόνο μέσα από την Ελένη;

«Ναι, όπως γράφει η Ελένη στο βιβλίο της "Νίκος Καζαντζάκης ο ασυμβίβαστος" ήταν "σκληρός με τον εαυτό του, ανελέητος με τους άλλους". Γεμάτος καλωσύνη και χιούμορ. Αγαπούσε τα ταξίδια και τα όνειρα. Από μικρός ήθελε να γίνει καλόγερος και μάλιστα πήγε σε κάποιο μοναστήρι για έξι μήνες, αλλά δεν βρήκα σε ποιό.

-Η εικόνα που έχουμε για τον Καζαντζάκη, πόσο ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα;

«Φθόνος, φθόνος, φθόνος! Βασανίσθηκε όσο κανένας άλλος νεοέλληνας συγγραφέας. Η Εκκλησία τον κατεδίωξε, η πολιτεία το ίδιο. Δεν του έδιναν διαβατήριο, του ματαίωσαν τη βράβευση με το Νόμπελ, του έστελναν μυστικούς αστυνομικούς, τον συκοφάντησαν. Τον χτύπησε η Δεξιά απαγορεύοντας τα βιβλία του, γιατί τον θεωρούσε λίγο δεξιό και περισσότερο αριστερό. Τον χτύπησε η Αριστερά γιατί θεωρούσε ότι ήταν λιγότερο αριστερός και περισσότερο δεξιός. Ακόμη και η πρώτη του γυναίκα, η Γαλάτεια, η οποία ζήτησε να κρατήσει το όνομά του μετά τον χωρισμό -παρότι είχε ένα όνομα γνωστό στους φιλολογικούς κύκλους- έγραψε εναντίον του. Αλλά ο Καζαντζάκης σχολίαζε μεγαλόθυμα: "Καημένη Γαλάτεια, δεν της έπρεπε τέτοια τύχη, να γράφει με το όνομά μου εναντίον μου". Μόνο, η Κυπριακή Εκκλησία δεν είπε ποτέ τίποτε εναντίον του».

-Και η αδελφή της Γαλάτειας, η Έλλη Αλεξίου, έγραψε και του άσκησε αυστηρή κριτική...

«Ναι, ο θείος της, ο Στέλιος Αλεξίου, λέει χαριτολογώντας ότι από την οικογένεια μόνον εγώ δεν έγραψα εναντίον του Καζαντζάκη. Η Έλλη Αλεξίου έγραψε ένα βιβλίο που τα ψέλνει στον Καζαντζάκη από την αρχή μέχρι το τέλος. Λέγεται ότι είχε ψυχολογικά προβλήματα. Τον κατηγόρησαν ακόμη ότι δεν υπηρέτησε στο στρατό, ότι ήταν λιποτάκτης. Όμως, η Κρήτη ήταν κάτω από τον τουρκικό ζυγό και ενώθηκε με την Ελλάδα το 1913. Εγώ έχω φωτογραφίες του με στρατιωτικά. Υπηρέτησε στο γραφείο του Βενιζέλου, είχε καταταγεί ως εθελοντής στους Βαλκανικούς πολέμους. Τον κατηγόρησαν, τέλος, ότι δεν είχε ...παιδί, αλλά ότι δεν αγαπούσε και τα ζώα, αφού δεν είχε ούτε σκυλί, ούτε γατί... Δεν έχει σημασία, αλλά το ζευγάρι είχε μία γατούλα, που την υπεραγαπούσε. Εγώ θυμάμαι μία φωτογραφία, που έστειλε στην Ελένη, αγκαλιά με τη γάτα και της έγραφε: «Έλα γρήγορα γιατί ή εγώ θα αρχίσω να νιαουρίζω, ή η Σμυνθίτσα θα αρχίσει να μιλάει ελληνικά τσάτρα-πάτρα».

»Ιδιαίτερα φιλόζωη ήταν η Ελένη. Στη Βούλα, που μέναμε, πήγαινε βόλτα, καθόταν σε ένα παγκάκι και γύρω της μαζεύονταν όλα τα αδέσποτα σκυλιά και γάτες της περιοχής, που της ανταπέδιδαν την αγάπη, που τους έδειχνε».

»Το 1989 είχε ένα ατύχημα. Ένα μοτοποδήλατο τη χτύπησε έξω από το σπίτι της στη Γενεύη. Μετά από αυτό τη φέραμε στην Αθήνα και πέρασε μαζί μας τα τελευταία 15 χρόνια της ζωής της. Είχε βαφτίσει και την κόρη μου. Λέγαμε πως αν ήταν αγόρι, θα το βγάζαμε Νίκο για τον Καζαντζάκη, ήταν κορίτσι και την είπαμε Νίκη. Τη λάτρευε τη νονά της. Πολλά βράδια το 'σκαγε από το δωμάτιό της για να κοιμηθεί μαζί με την Ελένη.

-Πως φθάσατε στην υιοθεσία;

«Επέμεινε πολύ. Έλεγε θα πεθάνω σαν την καλαμιά στον κάμπο. Της έλεγα "υπάρχει περίπτωση να σε αφήσω εγώ; Αλλά ήθελε πολύ να έχει ένα παιδί... και εγώ κουράστηκα να φέρω αντίρρηση... Την αγαπούσα περισσότερο κι από τη μητέρα μου. Δεν ήθελα να της χαλάσω χατήρι. Πολλές φορές μου τηλεφωνούσε από την Αθήνα, όπου βρισκόταν με την γυναίκα μου και την κόρη μου, στην Κύπρο για να μου πει πόσο θα ΄θελε να δει μία ωραία παράσταση, ή μία συναυλία στο Ηρώδειο. Κι εγώ έπαιρνα το αεροπλάνο και ερχόμουν να της κάνω έκπληξη. "Ελένη είσαι έτοιμη για τη συναυλία;», φώναζα από την πόρτα του κήπου. Και εκείνη τρελαινόταν. Της έκανες μία χάρη και ήταν σαν να της χάριζες τον κόσμο.

Η Ελένη Σαμίου παντρεύτηκε τον Καζαντζάκη το 1945 στον Άη Γιώργη τον Καρύτση με κουμπάρο τον Σικελιανό και τη γυναίκα του. Ήταν, όμως, μαζί, από το 1924, όταν εκείνη ήταν 21 χρόνων και εκείνος 41. Εκείνος «έφυγε» το 1957 και εκείνη τον ακολούθησε το 2004 την ημέρα των γενεθλίων του...

ΑΠΕ

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2011

25η ΜΑΡΤΙΟΥ ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΠΩΣ ΓΙΟΡΤΑΣΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ

α) Γιορτάστηκε το 1838 με πρωτοβουλία του Δημάρχου, ενώ η Κυβέρνηση δεν εκπροσωπήθηκε επίσημα.
β) Ο Όθων ήταν αντίθετος να συνδυαστεί η επανάσταση με την εκκλησιαστική γιορτή του Ευαγγελισμού.
γ) Το παλάτι δεν επιθυμούσε έξοδα γιορτές την εποχή που οι Αγωνιστές δεν είχαν να φάνε.
δ) Το “υπερθέαμα”: εκατοντάδες νέοι με δαδιά ή λαδοφάναρα σχημάτισαν το “εν τούτω Νίκα” στο Λυκαβηττό, ενώ οι θεατές παρακολουθούσαν αποσβολωμένοι.
ε) Λέγεται ότι για την πρώτη γιορτή της 25ης Μαρτίου δαπανήθηκε μέρος των χρημάτων, που προοριζόταν για την ανέγερση του Πανεπιστημίου.

γράφει ο Γιώργος Δαμιανός
Η 25η Μαρτίου, ως ημέρα της εθνικής παλιγγενεσίας, γιορτάστηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα του 1838 και από τότε καθιερώθηκε με θρησκευτική ευλάβεια σε όλο το πανελλήνιο. Η καθιέρωση της εορτής οφείλεται στην επιμονή και το πείσμα του Δημάρχου της Αθήνας Δημ. Καλλιφρονά ( 1805 – 1879) [1]. Ο Δήμαρχος ήρθε σε ρήξη με τη βαυαρική διοίκηση και συγκεκριμένα με το Υπουργείο των Εσωτερικών το οποίο δεν επιθυμούσε έξοδα για γιορτές, όταν οι αγωνιστές δεν είχαν να φάνε. Κατά μία άλλη εκδοχή το Παλάτι, μάλλον, δεν επιθυμούσε να συνδέσει την εθνική εορτή με την Ορθοδοξία, για να μη δώσει την ευκαιρία στην Εκκλησία να καπηλευτεί την επανάσταση των Ελλήνων. Τελικά, ο Δήμαρχος θα οργανώσει μόνος του [2] τον εορτασμό και εκ του αποτελέσματος κατάφερε να δώσει πανηγυρική ατμόσφαιρα, που ευχαρίστησε τους 17.000 Αθηναίους, οι οποίοι κατοικούσαν, τότε, στην πρωτεύουσα. Συγκεκριμένα, σημαιοστόλισε την πόλη και καθάρισε τις (λιγοστές) πλατείες. Ο εορτασμός άρχισε την παραμονή το βράδυ με 21 κανονιοβολισμούς. Και την άλλη μέρα, Παρασκευή πρωί, ανήμερα του Ευαγγελισμού, η Αθήνα ξύπνησε με 21 νέους κανονιοβολισμούς. Αριθμός συμβολικός , που συνδυάζεται με το ’21 της επαναστασης. Άρχισαν, έπειτα, να χτυπούν πανηγυρικά οι καμπάνες των εκκλησιών.
Το πρωί, της 25ης Μαρτίου 1838, εψάλη δοξολογία στον, τότε, Μητροπολιτικό Ναό της Αγίας Ειρήνης (στην οδό Αιόλου), στην οποία, και μόνο εκεί, παραβρέθηκε και ο Όθων ντυμένος με την παραδοσιακή φουστανέλα. Το απόγευμα οργανώθηκε από το Δήμο χορός στην πλατεία των παλαιών Ανακτόρων στον οποίο συμμετείχαν όλοι οι νέοι της πόλης ανεξάρτητα από την κοινωνική τους τάξη και τους παρακολούθησαν πολλοί από τους Αγωνιστές του 1821. Τη νύχτα ο Δήμαρχος, πάντα, φωταγώγησε με λαδοφάναρα[3] τους κεντρικούς δρόμους και την Ακρόπολη.
Τέλος, οι Αθηναίοι έμειναν αποσβολωμένοι από το υπερθέαμα, όταν αντίκρισαν στο Λυκαβηττό φαναράκια που τα κρατούσαν νεολαίοι της εποχής και σχημάτιζαν ένα τεράστιο φωτεινό σταυρό με τις λέξεις «Εν τούτω Νίκα»[4]. Έτσι, το 1838 γιορτάστηκε για πρώτη φορά η 25 Μαρτίου, ως μέρα μνήμης των Ελλήνων Αγωνιστών του 1821. Και τούτη η γιορτή έγινε με γκρίνια, με διαφωνίες και με πλουσιοπάροχη μεγαλοπρέπεια (ενώ χρήματα δεν υπήρχαν), κατά την πατροπαράδοτη συνήθεια μας. Οι κακές γλώσσες λένε ότι για τη γιορτή ετούτη δαπανήθηκε μέρος των χρημάτων, που προοριζόταν για την ανέγερση του Πανεπιστημίου.

σημειώσεις

[1] Δημ. Λαμπίκη, τα 100 χρόνια του Δήμου Αθηναίων, 1938, σελ. 43

[2] Στους ιστορικούς μελετητές είναι γνωστό το κείμενο του “διατάγματος” 980/1838 που καθιέρωνε τη μεγάλη εθνική εορτή, αλλά το κείμενο τούτο κυκλοφόρησε μόνο στον Τύπο και δε δημοσιεύτηκε ποτέ στην εφημερίδα της Κυβέρνησης (συνεπώς δεν πρόκειται για Διάταγμα). Το κείμενο έχει ως εξής:
«Επί τη προτάσει της Ημετέρας επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Γραμματείας, θεωρήσαντες ότι η ημέρα της 25ης Μαρτίου, λαμπρά καθ’ εαυτήν εις πάντα Έλληνα, διά την εν αυτή τελουμένην εορτήν του Ευαγγελισμού της Υπεραγιας Θεοτόκου, είναι προσέτι λαμπρά και χαρμόσυνος, διά την κατ’ αυτήν έναρξιν του υπέρ ανεξαρτησίας αγώνος του Ελληνικού Έθνους, καθιερούμεν την ημέραν ταύτην εις το διηνεκές ως ημέραν Εθνικής Εορτής και διατάττομεν την διαληφθείσαν Γραμματείαν να δημοσίευση και ενεργήση το παρόν Διάταγμα».

[3]Είναι αξιοσημείωτο να τονιστεί ότι τότε η πρωτεύουσα, φωτιζόταν με 70 – 80 λαδοφάναρα του Δήμου και όταν φυσούσε δυνατός άνεμος έσβηναν όλα. Για να περιοριστούν τα περιττά έξοδα (για το φωτισμό ο Δήμος δαπανούσε το 5% του προϋπολογισμού του) κατά τις νύχτες με φεγγάρι, άναβαν μόνο τα 20-25 λαδοφάναρα.

[4] αναφέρεται και στους στίχους του Παν Σούτσου:” και αστήρ εν τούτω νίκα/ επεφάνη φωτεινός…”

Κυριακή 20 Μαρτίου 2011

HOLI: H ΓΙΟΡΤΗ ΤΩΝ ΧΡΩΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΙΝΔΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ- ΠΑΝΔΑΙΣΙΑ ΧΡΩΜΑΤΩΝ

ΙΝΔΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΥ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΦΛΕΒΑΡΗ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΜΑΡΤΗ Η ΓΙΟΡΤΗ HOLI ΣΗΜΑΤΟΔΟΤΕΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΛΗΣΙΑΣΜΑ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ.ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΡΙΧΝΕΙ Ο ΕNΑΣ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟΝ ΧΡΩΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΟ. ΚΑΝΕΑΝΣ ΔΕΝ ΓΛΥΤΩΝΕΙ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΟΙ ΤΟΥΡΙΣΤΕΣ ΠΟΥ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΑΠΟΛΑΜΒΑΝΟΥΝ ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ













Παρασκευή 18 Μαρτίου 2011

ΠΑΛΙΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ: ΔΕΙΓΜΑ ΜΑΖΙΚΗΣ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑΣ?




Στο παρόν δοκίμιο θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε τα χαρακτηριστικά των ταινιών του παλιού ελληνικού κινηματογράφου που συνάδουν με το χαρακτηρισμό «μαζική κουλτούρα». Στην πρώτη υποενότητα θα ασχοληθούμε με τα βασικά επιχειρήματα των υποστηρικτών της «βιομηχανίας της κουλτούρας» και θα δούμε πως αντιμετωπίζουν αυτήν την αναπόφευκτη αλλαγή στα μέσα μαζικής επικοινωνίας και κατ' επέκταση στον κινηματογράφο. Στη δεύτερη υποενότητα θα δώσουμε το λόγο στους επικριτές του είδους, συντηρητικούς και αριστερούς, ως τις δύο βασικές θεωρητικές παραδόσεις, ενώ στην τρίτη υποενότητα θα δοθεί έμφαση στο χαρακτηρισμό «δημοφιλής κουλτούρα», που αντιπροτείνει ο Umberto Eco. Καταλήγοντας θα παραθέσουμε τη δική μας συλλογιστική γύρω από αυτόν τον προβληματισμό.

Οι παλιές ελληνικές ταινίες ως προϊόντα μαζικής κουλτούρας

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 ο ελληνικός κινηματογράφος γνωρίζει την άνθηση των εμπορικών ταινιών. Το μελό και η φαρσοκωμωδία αποκτούν όλο και μεγαλύτερη απήχηση, ενώ οι παραγωγοί – και ιδίως ο Φίνος – οι πρωταγωνιστές και τα μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη (Μια κυρία στα μπουζούκια και Oι θαλασσιές οι χάντρες) γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία ακολουθώντας το δρόμο που χάραξαν τα «χολλυγουντιανά» πρότυπα[1].

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

Φιλική Εταιρεία – Οι Πρωτεργάτες

ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ Η 25 ΜΑΡΤΙΟΥ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ.ΘΑ ΑΝΑΡΤΩ Ο,ΤΙ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΒΡΙΣΚΩ ΣΕΡΦΑΡΟΝΤΑΣ


==================================================================
Φιλική Εταιρεία – Οι Πρωτεργάτες

Η ποικιλόμορφη εναλλαγή της ιστορικής μοίρας των Επτανήσων, όπου οι δυνάμεις κατοχής (Βενετία, Γαλλία, Τουρκία – Ρωσία, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία) απέδειξαν ότι δεν ενδιαφέρονταν και τόσο για την απελευθέρωση των Ελλήνων, στάθηκε αφορμή για να αντιληφθούν οι επί τέσσερις αιώνες σκλάβοι των Τούρκων, ότι, για να απελευθερωθούν, πρέπει να βασιστούν στις δικές τους δυνάμεις. Μετά τη συντριβή του Μ. Ναπολέοντα το 1812 στη Μόσχα και τον περιορισμό του στη νήσο Έλβα, ακολούθησε η μείωση της γαλλικής δύναμης στην Ευρώπη και η σύγκληση το 1814 του Συνεδρίου της Βιέννης. Εκεί, φάνηκε ότι όλοι ενδιαφέρονταν για τη διατήρηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και συνεπώς οι Έλληνες δεν είχαν καμία ελπίδα να βοηθηθούν από τα ευρωπαϊκά κράτη. Ο Νικόλαος Σκουφάς στην Οδησσό, αισθανόμενος αυτή την πολιτική κατάσταση, ίδρυσε, λίγο πριν από το Συνέδριο της Βιέννης, το καλοκαίρι του 1814, τη Φιλική Εταιρεία.

Η Οδησσός της Φιλικής Εταιρείας

Οι Έλληνες, όσοι σκέπτονταν τον απελευθερωτικό αγώνα, στις αρχές του 19ου αιώνα ήταν χωρισμένοι σε δυο στρατόπεδα: σε αυτούς που πίστευαν ότι «ήλθε το πλήρωμα του χρόνου» και έπρεπε να γινόταν η Επανάσταση και σε εκείνους που υποστήριζαν ότι ήταν ακόμη νωρίς και, συνεπώς, χωρίς παιδεία και υποδομή, αυτή δεν θα μπορούσε να ευδοκιμήσει. Η Φιλική Εταιρεία ως μυστική και επαναστατική οργάνωση, φρόντιζε να μην έχει έγγραφα ή να τα εξαφανίζει. Γι’ αυτό και «κατάλογοι πλήρεις των μελών της Εταιρείας δεν διεσώθησαν, ατυχώς».

Οι Έλληνες της Ρωσίας έζησαν στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα κάτω από την επίσημη πολιτική της Προστασίας. Αλλά σε αυτή την προστασία πρέπει να προσθέσουμε και την ιδιαίτερη συμπάθεια του ρωσικού λαού προς τους σκλαβωμένους ορθόδοξους της Βαλκανικής Χερσονήσου. Η ελληνική κοινότητα της Οδησσού το 19ο αιώνα ήταν από τις πιο ανθούσες, με εκκλησίες, εκπαιδευτήρια, σωματεία, λέσχες, κλπ. Οι Έλληνες της Οδησσού ήταν πολλοί, μεταξύ των αλλοδαπών εμπόρων της πόλεως. Μάλλον το δυναμικό των Ελλήνων εμπόρων της Οδησσού θα έδωσε την ονομασία «Ελληνική πόλις».

Η Οδησσός, χαλκογραφία στο «Εθνικόν Ημερολόγιον» Μαρ. Βρετού 1861-1862.

Το 1808 η Οδησσός είχε 12.500 κατοίκους και το 1814, 25.000 κατοίκους. Από τις αρχές του 19ο αιώνα, η πόλη απέκτησε πολυεθνικό χαρακτήρα. Εκεί ζούσαν (κατά σειρά) Ρώσοι, Εβραίοι, Ουκρανοί, Πολωνοί, Γερμανοί, Ιταλοί, Έλληνες, Τάταροι κ.ά. Άλλωστε, γενικός διοικητής της περιοχής, από το 1803 έως το 1815, ήταν ο Γάλλος Αρμάνδος – Εμμανουήλ Ντε Πλεσίς (De Plessis), δούκας Ντε Ρισελιέ (De Richelieu) και το 1815 τον διαδέχθηκε πάλι ο Γάλλος Α. Φ. Ντε Λανζερόν (A .F. De Langeron).

Εξάλλου, υποστηρίχθηκε ότι μεγάλη επίδραση στην ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας στην Οδησσό είχε το γεγονός των νικηφόρων ροσω-τουρκικών πολέμων του τέλους του 18ο αιώνα, ιδίως των ετών 1768-1774 και 1781-1791. Είναι γεγονός ότι η Φιλική Εταιρεία (στην προετοιμασία της Επαναστάσεως του 1821) επέδρασε στη διαμόρφωση της κοσμοθεωρίας των Ρώσων Δεκεμβριστών.

Τέλος εκεί έζησαν αργότερα και οι επαναστάτες Ρώσοι Δεκεμβριστές Π. Ι. Ποστέλ (Ρ. Ι. Postel), Σ. Ι. Μουράβεφ Αποστόλ (S. I. Murav’ev Apοstol) και Μ. Ι. Μουράβεφ Αποστόλ (Μ. Ι. Murav’ev Apοstol) και ακόμη εκεί εξορίστηκε ο Α. Σ. Πούσκιν (A.S. Puskin). Τέλος, αργότερα ο Α. Σ. Πούσκιν, εμπνευ­σμένος από τον αγώνα του ελληνικού λαού, έγραψε ότι η Ελλάδα είναι «χώρα ηρώων και θεών».

Οι τρεις πρώτοι πρωτεργάτες

Νικόλαος Σκουφάς

Ο Νικόλαος Σκουφάς (1778-1818) ήταν μικροέμπορος και υπάλληλος. Δεν περισώθηκε ούτε το αληθινό όνομά του. Είχε στην Άρτα μικρό εμπορι­κό κατάστημα, όπου έραβε σκούφους, από όπου και το όνομά του. Γεννήθηκε στο Κομπότι της Άρτας το 1778 και πέθανε φτωχός στην Κωνσταντινούπολη, το 1818. Δυνατός χαρακτήρας, με απεριόριστη θέληση, έφθασε στην Οδησσό (1813) όπου ασχολήθηκε με το μικρεμπόριο και εργαζόταν ως υπάλληλος. Εκεί συνδέθηκε φιλικά με τους Τσακάλωφ και Ξάνθο και ίδρυσαν στην Οδησσό, στις 14 Σεπτεμβρίου 1814, τη Φιλική Εταιρεία, με «σκοπόν αμετάτρεπτον την ελευθέρωσιν της πατρίδος». Μετά τη σύσταση τη Φιλικής Εταιρείας, πήγε με αισιοδοξία στη Μό­σχα (τέλη Ιουλίου – αρχές Αυγούστου του 1814), με σκοπό να μυήσει τους εκεί Έλληνες μεγαλέμπο­ρους. Συνάντησε περιφρόνηση, δυσπιστία και χλευασμούς. Δεν απογοητεύτηκε, όμως, ο άσημος Ηπειρώτης ούτε από τους χλευασμούς των Ελλή­νων εμπόρων της Μόσχας, ούτε από την πτώχευσή του και αφοσιώθηκε στο έργο της Εταιρείας, θεώ­ρησε την πτώχευσή του ως «θεία Ευλογία». Το Δεκέμβριο του 1814 μύησε τον Γεώργιο Σέκερη, πρόσωπο κύρους στον Ελληνισμό της Ρωσίας.

Παρά την απογοήτευση του Τσακάλωφ, ο Σκουφάς επέμενε στους στόχους της Εταιρείας και έπεισε τους συναγωνιστές του για τη μεταφορά της έδρας στην Κωνσταντινούπολη, η οποία αποτελούσε εμπορικό κέντρο για τους Έλληνες ομογενείς της Ανατολής. Ο Σκουφάς, διαβλέποντας πως η Πελοπόννησος ήταν κατάλληλη για την προετοιμασία και την έναρξη ακόμη της Επανάστασης, έπεισε τους Τσακάλωφ και Ξάνθο να εντάξουν στην Εταιρεία τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο από την Ανδρίτσαινα και να προγραμματίσουν ταξίδι στην Πελοπόννησο. Πλην, όμως, ο Σκουφάς πέθανε αιφνιδίως στις 31 Ιουλίου 1818, αφήνοντας τεράστιο κενό στη δράση της Εταιρείας, καθώς ήταν «άνθρωπος με πολύν ευαισθησίαν και πατριωτισμόν» – ψυχή ουσιαστικά της Εταιρείας.

Εμμανουήλ Ξάνθος, ξυλογραφία του 19ου αι.

Ο Εμμανουήλ Ξάνθος (1772-1852) γεννήθηκε στην Πάτμο και πέθανε στην Αθήνα. Ιδρυτικό μέ­λος της Φιλικής Εταιρείας και ο μόνος ο οποίος έ­γραψε Απομνημονεύματα, που πρωτοεκδόθηκαν το 1845, δηλαδή 30 περίπου χρόνια μετά τα γεγο­νότα. Μικροέμπορος και υπάλληλος με ανήσυχο πνεύμα και μεγάλη δραστηριότητα. Μυήθηκε στην Εταιρεία των Ελευθέρων Τεκτόνων, στη Λευκά­δα, από το φίλο του Παναγιώτη Καραγιάννη και αργότερα «συνέλαβεν αμέσως την ιδέαν ότι ηδύνατο να ενεργηθεί μια φυσική εταιρεία, κατά τους κανόνες ταύτης της των ελευθέρων Τεκτόνων, βάσιν έ­χουσα την ένωσιν όλων των εν Ελλάδι και εις τα άλλα μέρη ευρισκομένων…».

Το 1814 στην Οδησσό, με τον Νι­κόλαο Σκουφά και τον Αθανάσιο Τσακάλωφ ίδρυ­σαν τη Φιλική Εταιρεία. Αυτός, το 1819, πρότεινε στην Πετρούπολη την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας στον I. Καποδίστρια, αλλά είναι γνωστό ότι ο τελευταίος αρνήθηκε. Τότε, ο Ξάνθος απευθύνθηκε στον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο οποίος και αναγορεύτηκε Γενικός Επίτροπος της Αρχής, δηλαδή αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας.

Το 1827 ο Ξάνθος εγκατέλειψε την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στο Βουκουρέστι «λησμονηθείς τοσούτον, ώστε να θεωρείται εν Ελλάδι αποθανών». Στη Ρουμανία, έζησε για δέκα χρόνια σχεδόν ξεχασμένος. Αλλά το 1834, η δημοσίευση κατηγοριών από τον Π. Αναγνωστόπουλο, ότι ο Εμμανουήλ Ξάνθος σκόρπισε αλόγιστα τα χρήματα της Εθνικής Κάσας κατά τον Αγώνα, επανέφερε τον τελευταίο στην Ελλάδα, το 1837, όπου έγραψε, απολογητικώς, τα «Απομνημονεύματα περί της Φιλικής Εταιρείας» (εκδόθηκαν το 1845). Του απενεμήθη ο Χρυσός Σταυρός τους Σωτήρος και ένα τιμητικό επίδομα, το οποίο ουδέποτε έλαβε. Έζησε πάμφτωχος και ξεχασμένος στην οδό Νικόδημου 27, ο Φιλήμων ανασκεύασε τις κατηγορίες εναντίον του και, ζώντας σε πλήρη ένδεια, δυστυχισμένος και μόνος, πέθανε στις 28 Νοεμβρίου 1852, γλιστρώντας από τα σκαλιά της Βουλής. Κηδεύτηκε με τιμές στρατηγού. Νεότερες αρχειακές έρευνες στη Ρω­σία «διορθώνουν» ορισμένα σημεία των Απομνημονευμάτων του Εμμανουήλ Ξάνθου διότι, όπως αναφέραμε, αυτά γράφτηκαν απολογητικώς και περίπου 30 χρόνια μετά τα γεγονότα.

Αθανάσιος Τσακάλωφ

Ο Αθανάσιος Τσακάλογλου και στη συνέχεια Τσακάλωφ (περ. 1788 – 1851) υπήρξε ο νεότερος της «τρόικας» και ο πιο δραστήριος. Ο πατέρας του, Νικηφόρος Τεκελής, ήταν έμπορος από τον Τύρναβο και η μητέρα του, κόρη αρχοντικής γιαννιώτικης οικογένειας. Γεννή­θηκε στα Γιάννενα και πέθανε στη Μόσχα. Για να γλιτώσει από τον Αλή Πασά διέφυγε στη Μόσχα, όπου ήδη είχε εγκατασταθεί ο πατέρας του. Σπούδασε στη Μαρουτσαία Σχολή των Ιωαννίνων, κοντά στον Αθανάσιο Ψαλίδα και τον Κοσμά Μπαλάνο και συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι. Εκεί συμμετείχε στην πατριωτική εταιρεία «Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον».

Το 1813 επέστρεψε στη Οδησσό, οπότε και συνδέθηκε φιλικά με τους Ξάνθο και Σκουφά, ιδρύοντας τη Φιλική Εταιρεία. Μετέβη στη Σμύρνη και, μετά το θάνατο του Σκουφά, το 1818, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Ανήσυχος για την πορεία της Εταιρείας, ταξίδεψε ο ίδιος στην Πελοπόννησο και μετά τη δολοφονία του ύποπτου μέλους της Εταιρείας, Γαλάτη, στην Ερμιόνη Αργολίδας, έφυγε για την Ιταλία. Εκεί μύησε τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, το μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο και τον ηγεμόνα Κωστάκη Καρατζά.

Όταν ξέσπασε η Επανάσταση, διορίστηκε από τον Υψηλάντη υπασπιστής του Ιερού Λόχου, τραυματίστηκε στο Δραγατσάνι. Αργότερα, επί Καποδίστρια, υπηρέτησε ως υπάλληλος του Γενικού Φροντιστηρίου και ήταν πληρεξούσιος στην Εθνοσυνέλευση του Άργους. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια εγκαταστάθηκε στη Μόσχα, όπου πέθανε το 1851.

Τα πρώτα μέλη-βοηθοί των πρωταγωνιστών

Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, ξυλογραφία του Τάσσου.

Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος (1790-1854).

Ο όγδοος κατά σειρά εκλογής εκ των 16 μελών της Αρχής. Μυήθηκε στην Εταιρεία μάλλον στις αρχές του 1816. Γεννήθηκε στην Ανδρίτσαινα της Ολυμπίας γύρω στο 1790 και πέθανε στην Αθήνα το 1854. Στην Οδησσό ήταν υπάλληλος του εμπό­ρου Αθανασίου Σέκερη. Τον Απρίλιο του 1818, μα­ζί με τον Σκουφά και τον Λουριώτη πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου γνώρισε τον Ξάνθο. Με­τά το θάνατο του Σκουφά (Ιούλιος 1818), από τον Αύ­γουστο του 1818, ο Αναγνωστόπουλος ανέλαβε να επισκεφθεί, όπως και άλλοι Απόστολοι, όλα τα σημεία του Ελληνισμού.

Το Φεβρουάριο του 1819 πήγε στις παραδουνά­βιες ηγεμονίες για θέματα της Εταιρείας. Εκεί προσέλαβε στην Αρχή τον Γ. Λεβέντη και τον Γρ. Δικαίο. Δεν προσέλαβε όμως τον Θ. Νέγρη και αυτό προκάλεσε δυσαρέσκεια. Αργότερα, ήλθε στην Ελλάδα με τον Δημήτριο Υψηλάντη. Πολέ­μησε στον Αγώνα σε πολλές μάχες και μετά την α­πελευθέρωση ανέλαβε διάφορες διοικητικές θέ­σεις.

Η διαμάχη του με τον Ξάνθο, για το ποιος μυήθηκε πρώτος στην Εταιρεία και τι προσέφερε στον Αγώνα, προκάλεσε πολλές δημοσιογραφικές συζητήσεις από το 1834 και μετά. Ο πρώτος Φιλικός που μυήθηκε από τον Σκουφά ήταν, το Δεκέμβριο του 1814, στη Μόσχα, ο σπουδαστής Γεώργιος Σέκερης (αδελφός των μεγαλε­μπόρων στην Κωνσταντινούπολη, Παναγιώτη και Αθανασίου Σέκερη, οι οποίοι μυήθηκαν αργότερα).

Γιωργάκης Ολύμπιος (1772-1821)

Ο ίδιος ο Σκουφάς στα τέλη του 1815 μύησε στη Μό­σχα τον Αντώνιο Κομιζόπουλο (συγγενή του Γρηγορίου Ιω. Μαρασλή). Στις αρχές του 1816, στην Οδησσό, ο Σκουφάς, όπως αναφέραμε, μύησε τον Αθανάσιο Σέκερη και τον υπάλληλο του τελευταί­ου, Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο. Το 1816 τελικά δέχτηκε να μυηθεί ο Άνθιμος Γαζής. Το 1817, ο Γεωργάκης Ολύμπιος, διερχόμενος από το Ιάσιο, συνάντησε εκεί τον ήδη μυημένο Γε­ώργιο Λεβέντη. Το 1817, από τους τρεις οπλαρχη­γούς που πήγαν στην Οδησσό, ο Σκουφάς μύησε ε­κεί τον Ηλία Χρυσοσπάθη και ο Αναγνωστόπουλος τον Αναγνώστη Αναγνωσταρά και τον Παναγιώτη Δημητρόπουλο.

Στη γνωστή σφραγίδα (Εμ. Ξάνθος, Απομνημο­νεύματα περί της Φιλικής Εταιρείας, Αθήνα 1845, σ. 11) της Φιλικής Εταιρείας, σε αχρονολόγητη ε­πιστολή προς τον πατριάρχη Αλεξανδρείας Θεόφι­λο, αναφέρονται με τη σειρά οι:

I: Ιωάννης Καποδίστριας

Α: Άνθιμος Γαζής

Α: Αθανάσιος Τσακάλωφ

Π: Παναγιώτης Σέκερης

Ν: Νικόλαος Σκουφάς

Ε: Εμμανουήλ Ξάνθος

Π: Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος

Α: Αντώνιος Κομιζόπουλος

Α: Αθανάσιος Σέκερης

*Ε: Ελλάς

Βασικές λεπτομέρειες ύστερα από αρχειακές έρευνες στη Ρωσία

Ποιος είχε την ιδέα της ίδρυσης; Ο Ξάνθος έγρα­ψε ότι αυτός παρακίνησε τον Σκουφά, αλλά είναι βέβαιο ότι «ο Σκουφάς πρώτος διέγραψε επί χάρ­του σχεδόν περί Εταιρείας», όπως ο ίδιος ο Ξάνθος βεβαιώνει. Γενικά, το 1814 με 1818 η Φιλική Εταιρεία εξα­πλώθηκε με προσοχή και με αργούς ρυθμούς. Στις αρχές του 1817, η Φιλική Εταιρεία αριθμούσε μόλις 20 μέλη, αλλά ο Γαλάτης κατέθεσε στην Αστυνο­μία της Πετρουπόλεως ότι η οργάνωση είχε μέλη σε όλη την Ελλάδα και σε άλλες χώρες και ότι τα μέλη της είναι χιλιάδες!

Το σπίτι της οδού Κράσνη (πάροδος Ν. 18) στην Οδησσό, όπου ιδρύθηκε η Φιλική Εταιρεία.

Ο Ξάνθος βρισκόταν στην Οδησσό από το 1810. Το 1812 πήγε στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί στην Ήπειρο. Επέστρεψε στη Οδησσό το Νοέμβριο του 1813, από όπου αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη το Δεκέμβριο του 1814. Τα Κρατικά Αρχεία της Οδησσού μαρτυρούν ότι ο Ξάνθος ήταν το 1814 στην Οδησσό και συνεπώς καταρρίπτονται όσα, αργότερα, καταμαρτυρεί ο Π. Αναγνωστόπου­λος κατά του Ξάνθου, ότι ο τελευταίος δεν ήταν το 1814 στην Οδησσό.

Στην Κωνσταντινούπολη, ο Ξαν­θός έγινε το 1818 επικεφαλής της Εταιρείας. Στις ικανότητες του Ξάνθου ανήκει το ότι ο Αλεξ. Υψη­λάντης ανέλαβε την καθοδήγηση της Εταιρείας. Ο Εμμανουήλ Ξάνθος ήταν στην Οδησσό πριν από το Νοέμβριο του 1814, ο Νικόλα­ος Σκουφάς πριν από τον Ιούνιο του 1814 και ο Αθανάσιος Τσακάλωφ πριν από τον Απρίλιο του 1814. Δεν υπάρχει ημερομη­νία ιδρύσεως της Φιλικής Εταιρείας. Πάντως, χρόνος παραμονής και των τριών ιδρυτών στην Οδησσό φαί­νεται ο Ιούνιος του 1814 (τουλάχιστον των δύο Σκου­φά – Τσακάλωφ από τους τρεις). Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι τον Ιούνιο του 1814 τέθηκαν οι βάσεις της ίδρυσης της Φιλικής Εταιρείας.

Που γινόταν η ορκωμοσία: Ο Κωνσταντίνος Κ. Παπουλίδης υποστήριξε ότι η ορκωμοσία στην Οδησσό γινόταν στο ναό της Αγίας Τριάδος της Οδησσού, γι’ αυτό και ονομαζόταν «ο ναός των Φι­λικών».

«Ο όρκος του Φιλικού». Πίνακας του Επτανήσιου ζωγράφου Διονυσίου Τσόκου (1849), που αποδίδει σε κατανυκτική ατμόσφαιρα την κορυφαία στιγμή της μύησης στην Εταιρεία, δηλ. του όρκου πάνω στο Ευαγγέλιο, και παριστάνει, κατά την παράδοση, την ορκωμοσία στην Ζάκυνθο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

Άλλωστε, έχουμε και έγγραφη μαρτυρία ορκωμοσίας μέσα σε ναό της Ζακύνθου (στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου των Λατίνων). Πρβλ. και την ελαιογραφία του Διονυσίου Τσόκου «Ο όρκος του Φιλικού», από το 1849, όπου ορκίζεται ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης από τον ιερομόναχο Άνθιμο Αργυρόπουλο, παρουσία του Αναγνωσταρά, στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου της Ζακύνθου, την 1η Δεκεμβρίου 1818.

Κυριάκος Κ. Παπουλίδης

Διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας του

Πανεπιστημίου Paris IV (Σορβόνη)

Βασική Βιβλιογραφία

  • I. Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρείας, Ναύπλιο 1834.
  • Σακελλάριος Γ. Σακελλαρίου, Φιλική Εταιρεία, Οδησσός, 1909.
  • Εμμ. Ξάνθος, Απομνημονεύματα περί της Φιλικής Εταιρείας, «Απομνημονεύματα αγωνιστών του ’21», τόμ. 9, Αθήνα 1959.
  • Gr. Ars, Tajno obscestvo Filiki Eterija, Μόσχα, 1965. Ελληνική μετάφραση: Σεραφείμ Παπαδημητρίου, Η μυστική οργάνωση «Φιλική Εταιρεία», Αθήνα 1966.
  • Gr. L. Ars, Eteristskoe dvizenie ν Rossii, Μόσχα 1970.
  • E.Π. Πρωτοψάλτης, Η Φιλική Εταιρεία (Αναμνηστικόν τεύχος επί τη 150ετηρίδι), Αθήνα (Ακαδημία Αθηνών) 1974.
  • Gr. L. Ars, I. Kapodistrija i greceskoe nacional noosvoboditel’noe dvizenie 1809-1822 gg., Μόσχα 1976.
  • Gr.L. Ars – Gr. M. Pjatigorskij, «Nekotorye voprosy istorii Filiki Eterii ν svete novyh dannyh sovetskih arhivov», στο συλλογικό έργο Balkanskie Issledovanija, τόμ. 11, Μόσχα 1989, σσ. 24-42.
  • Κωνσταντίνος Κ. Παπουλίδης, Οι Έλληνες της Οδησσού, Θεσσαλονίκη (Αφοί Κυριακίδη) 1999.

Πηγή


  • Ελευθεροτυπία, Περιοδικό Ιστορικά, « Φιλική Εταιρεία / Άγνωστες πτυχές της μυστικής οργάνωσης », τεύχος 48, 14 Σεπτεμβρίου 2000.

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2011

ΓΙΑΤΙ ΛΕΜΕ "Δε μύρισα τα νύχια μου "- "Έγινε του Κουτρούλη ο γάμος " " Σιγά τον πολυέλαιο"



Στην αρχαιότητα, κατά την διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων, υπήρχε η συνήθεια να παίζονται στοιχήματα, όπως και τώρα δηλαδή.
Έτσι, λίγο προτού μπουν οι αθλητές στον στίβο, πολλοί θεατές έξω απ’ το στάδιο, έβαζαν στοιχήματα για τους αθλητές που πίστευαν ότι θα νικήσουν.
Πολλοί απ’ αυτούς που στοιχημάτιζαν, αναζητώντας μεγαλύτερη «σιγουριά», πήγαιναν σε διάφορα μαντεία και ζητούσαν να μάθουν τον νικητή για το αγώνισμα που τους ενδιέφερε.
Οι ιέρειες των μαντείων, βουτούσαν τότε τα δάκτυλα των χεριών τους σ’ ένα υγρό, καμωμένο από δαφνέλαιο και ύστερα αφού τα έφερναν κοντά στη μύτη τους και μύριζαν τα νύχια τους, έπεφταν σ’ ένα είδος καταληψίας.
Στην συνέχεια προφήτευαν κι έλεγαν το όνομα του νικητή.

Από το περίεργο αυτό γεγονός, έμεινε ως τα χρόνια μας η φράση: «Δε μύρισα τα νύχια μου», που την λέμε συνήθως, όταν μας ρωτούν κάτι, ή για κάποιο γνωστό συμβάν, το οποίο όμως εμείς αγνοούμε.

Έγινε του Κουτρούλη ο γάμος

«Έγινε του Κουτρούλη ο γάμος» ή «Έγινε του Κουτρούλη το πανηγύρι» λέμε οι νεότεροι Έλληνες όταν πρόκειται για θορυβώδη συνάθροιση ή μεγάλη ακαταστασία. Ποιος είναι όμως αυτός ο Κουτρούλης και γιατί ο γάμος του να γίνει παροιμιώδης;

Ο καβαλλάριος (ιππότης) Ιωάννης ο Κουτρούλης, που πιθανώς ζούσε στη Μεθώνη, συγκατοίκησε με γυναίκα που είχε φύγει από το συζυγικό σπίτι μετά από σκάνδαλο, όπως φαίνεται. Η μη νόμιμη αυτή συγκατοίκηση τράβηξε την προσοχή της εκκλησίας, η οποία αφόρισε τη γυναίκα.
Πέρασαν εν τω μεταξύ δεκαεφτά χρόνια, και ο Κουτρούλης, μη εννοώντας να απομακρυνθεί από τη γυναίκα, πάντοτε προσπαθούσε να του επιτραπεί να την παντρευτεί νόμιμα. Πόσο μεγάλο θα ήταν το σκάνδαλο, και επομένως πόσο γνωστό στη μικρή κοινωνία της Μεθώνης, ο καθένας το φαντάζεται.

Ο νόμιμος και πρώτος σύζυγος που αντιδρούσε, για δεκαεφτά χρόνια βασάνιζε τον Κουτρούλη.
Τα πράγματα όμως μεταβλήθηκαν το Μάιο του 1394. Ο Πατριάρχης Αντώνιος ο Δ’, στον οποίο η αφορισθείσα παρουσίασε διαζύγιο που είχε γίνει επί του εν τω μεταξύ αποθανόντος επισκόπου Μεθώνης Καλογεννήτου, με το οποίο ο γάμος θεωρούνταν νομίμως διαλελυμένος, αναγνώρισε το δίκιο της και με γράμματά του και προς τον μητροπολίτη Μονεμβασίας και τον επίσκοπο Μεθώνης επίτρεψε την με τις ευχές της εκκλησίας τέλεση του γάμου, εάν όμως αποδεικνυόταν ότι ο Κουτρούλης δεν είχε καμιά ιδιαίτερη σχέση με τη γυναίκα, με την οποία συγκατοικούσε, για όσο αυτή ζούσε με τον πρώτο σύζυγό της.

Τι αποδείχτηκε δεν ξέρουμε· φαίνεται όμως ότι η ανάκριση των ιεραρχών πιστοποίησε την αθωότητα του Κουτρούλη και έτσι ο γάμος έγινε. Αν θα γίνει ή όχι ο γάμος, συζητιόταν για δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια, και όταν επιτέλους έγινε, έγινε το ζήτημα της ημέρας. Στα στόματα των γυναικών και των περιέργων θα περιφερόταν αναμφίβολα η φράση «’Έγινε του Κουτρούλη ο γάμος», όπου όλη η σπουδαιότητα έπεφτε στο ρήμα «έγινε».

Κατά το γάμο ωστόσο, που μάλλον πανηγύρι ήταν, είναι φυσικό να έγινε έκτακτο και εξαιρετικό γλέντι, αφενός μεν σε πείσμα του πρώτου συζύγου, αφετέρου δε για ικανοποίηση του πολύπαθου και καταξοδεμένου δεύτερου συζύγου, ο οποίος δεν ήταν κάποιος άγνωστος, ήταν ο εξαιτίας των γεγονότων διαβόητος καβαλλάριος Ιωάννης Κουτρούλης.

Στη φράση κατόπιν «Έγινε του Κουτρούλη ο γάμος» τονιζόταν όχι πλέον η λέξη «έγινε», αλλά η γενική «του Κουτρούλη», η οποία έγινε συνώνυμη με το «θορυβωδώς» και η οποία είναι σήμερα η ιδιαίτερη λέξη όλης της φράσης.

Η φράση έγινε ευρύτατα γνωστή στα νεότερα χρόνια και μέσα από το ομώνυμο σατιρικό θεατρικό έργο του Αλέξανδρου Ρίζου-Ραγκαβή (1845), με το οποίο σατιρίζει και στηλιτεύει τα πολιτικά ήθη της εποχής του Όθωνα.
Σύντομη περιγραφή του έργου: Σύρος, 1845. Ο ράφτης Μανώλης Κουτρούλης ερωτεύεται την Ανθούσα, κόρη μεσοαστικής οικογένειας, που, με την σειρά της, είναι ερωτευμένη με το Λεωνίδα, το νεαρό αστυνόμο της περιοχής. Για να αποφύγει τον επίδοξο γαμπρό χωρίς να εναντιωθεί στη θέληση της μητέρας της, βάζει ως όρο για το γάμο να γίνει ο Κουτρούλης υπουργός. Ο Κουτρούλης αρχίζει την προεκλογική εκστρατεία, έχει οπαδούς και, τελικά, φημολογείται ότι έγινε υπουργός. Έτσι, η φιλόδοξη Ανθούσα τον παντρεύεται, μέχρι που αποδεικνύεται ότι ήταν ψέμα η υπουργοποίησή του.
Στα επεισόδια διαπλέκονται η σάτιρα, η φάρσα αλλά και το τραγικό στοιχείο.

Σιγά τον πολυέλαιο!

Βρισκόμαστε στα χρόνια του Όθωνα. Ο Βαυαρός βασιλιάς, που ντυνόταν με φουστανέλες και φέσι και στις πιο επίσημες εμφανίσεις του, μαζί με τη βασίλισσα Αμαλία οργάνωναν συχνά γιορτές στ’ Ανάκτορα. Η πιο διαλεχτή κοινωνία εκείνον τον καιρό ήταν, βέβαια, οι επιζώντες και οι απόγονοι των αγωνιστών του ’21, μαζί με τους ξένους αυλικούς, που ήρθαν στην Ελλάδα, συνοδεύοντας τον Όθωνα. Το ότι στους απλούς αυτούς ανθρώπους ήταν άγνωστη η δυτική εθιμοτυπία, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, δε μείωνε καθόλου τη μεγαλοπρέπεια και την ομορφιά των συγκεντρώσεων ούτε την οικειότητα με τους ξένους αξιωματικούς, που ήταν πάντα θαυμαστές κάθε ελληνικής εκδήλωσης.

Το κέφι, λοιπόν, έφθανε πολύ γρήγορα στο κατακόρυφο με τους ελληνικούς χορούς, που με ζήλο προσπαθούσαν να μάθουν και οι ξένοι. Κι εδώ ακριβώς είναι το σημείο που μας ενδιαφέρει. Οι γερολεβέντες παλιοί πολεμιστές, στον ενθουσιασμό τους, τραβούσαν κι άδειαζαν προς το ταβάνι τα κουμπούρια τους. Κι ακόμα σε καμιά «γυροβολιά», όταν το απαιτούσε η φιγούρα του χορού, έβγαζαν και το τσαρούχι, εκσφενδονίζοντάς το προς τα πάνω.

Αλλά τις αίθουσες των Ανακτόρων τις φώτιζαν κρυστάλλινοι πολυέλαιοι και κηροστάτες. Στο κρίσιμο, λοιπόν, αυτό σημείο, ακουγόταν ψιθυριστά και με τη συνοδεία ενός ευγενικού χαμόγελου, φιλική «παραίνεση» κάποιου γνωστού των Ανακτόρων προς τον ενθουσιώδη χορευτή: «Σιγά τον πολυέλαιον!».

Μια δεύτερη εκδοχή δίνει την εξής προέλευση: Σε πολλά μοναστήρια και εκκλησίες της πατρίδας μας, επικρατεί ακόμα και σήμερα η συνήθεια, στις μεγάλες γιορτές και συγκεκριμένα κατά τη δοξολογία, αφού ανάψει ο καντηλανάφτης τους πολυέλαιους, να τους κινεί, τον ένα από την Ανατολή στη Δύση και τον άλλο από Βορρά προς Νότο, έτσι που να σχηματίζεται το σημείο του Σταυρού. Έτσι παρουσιάζεται με περισσότερη λαμπρότητα ο διάκοσμος της εκκλησίας. Αν, όμως, η κίνηση δεν ήταν ομαλή και κινδύνευαν να σβήσουν τα φώτα, του έλεγαν: «Σιγά τον πολυέλαιο, να μη σβήσουν τα φώτα».

Κατ’ άλλους, η λέξη πολυέλαιος γράφεται με έψιλον και όχι με άλφα γιώτα, γιατί τον πολυέλαιο τον ανάβουν στην εκκλησία, όταν ψάλλεται ο ψαλμός του Δαυίδ, ο γνωστός ως «πολυέλεος», που τα εδάφια του έχουν σαν επωδό το «ότι εις τον αιώνα, το έλεος αυτού».

Η φράση αυτή έμεινε μέχρι σήμερα, με απαξιωτική έννοια όμως. Την λέμε δηλαδή όταν θέλουμε να υποβαθμίσουμε και να απαξιώσουμε κάτι, που δεν θεωρούμε τόσο σημαντικό, όσο παρουσιάζετα

ΠΔ

Ο"ΗΛΕΚΤΡΙΚΟΣ" : ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ

ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ

Μεταλλικός συρμός μεταξύ Πειραιά-Φαλήρου

Ο Αστικός Σιδηρόδρομος Πειραιά - Κηφισιάς, γνωστός σαν “Ηλεκτρικός” συμπλήρωσε στις 27 Φεβρουαρίου 2006, 137 χρόνια λειτουργίας.Ξεκίνησε ατμοκίνητος αρχικά και ηλεκτροκίνητος αργότερα και συνέδεσε το 1869 την Αθήνα με τον Πειραιά που μέχρι τότε οι άμαξες και τα παμφορεία ήταν το μόνο μέσο συγκοινωνίας μεταξύ τους.
Ας δούμε ορισμένα χαρακτηριστικά ορόσημα στην πορεία αυτή:

Το 1834 η Αθήνα γίνεται πρωτεύουσα του Ελληνικού Κράτους και ένα χρόνο μετά, το 1835, γίνεται η πρώτη ανεπιτυχής πρόταση στην Ελληνική Κυβέρνηση από τον Φρειδερίκο Φεράλδη για κατασκευή σιδηροδρόμου.

Οκτώ χρόνια αργότερα το 1843 ο Αλέξανδρος Ραγκαβής επαναλαμβάνει δημόσια την πρόταση αλλά πάλι δεν υπήρξε ανταπόκριση.


Ιππήλατη επισκευαστική άμαξα των ηλεκτροφόρων καλωδίων του τροχιοδρόμου στον Πειραιά

Το 1855 ο Πρωθυπουργός και Υπουργός Εξωτερικών Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος καταθέτει το πρώτο Νομοσχέδιο για ΄Ίδρυση σιδηροδρόμου Αθήνας – Πειραιά που γίνεται νόμος και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Είναι ο Νόμος ΤΖ «περί συστάσεως σιδηροδρόμου Απ’ Αθηνών εις Πειραιά» που δίνει το δικαίωμα εκμετάλλευσης στην εταιρία που θ’ αναλάμβανε το έργο για 55 χρόνια. Δύο χρόνια αργότερα το δικαίωμα αυτό αυξάνεται σε 75 χρόνια.

Μετά από ανεπιτυχείς προσπάθειες ανάθεσης του έργου το 1867 το έργο κατακυρώνεται στον ΄Άγγλο επιχειρηματία Εδουάρδο Πίκερινγκ, ο οποίος το Νοέμβριο του ίδιου έτους αρχίζει να κατασκευάζει το έργο.


Ο παλαιός σταθμός της Ομόνοιας το 1925

Ένα χρόνο μετά, το 1868, ο Πίκερινγκ μεταβιβάζει τις υποχρεώσεις του στην ιδρυθείσα από όμιλο Ανώνυμη Εταιρία του «Απ’ Αθηνών εις Πειραιά Σιδηροδρόμου» - Σ.Α.Π. Α.Ε..

Στις 17 Φεβρουαρίου του 1869 η ως άνω εταιρία έχει τελειώσει το έργο και γίνεται η πρώτη δοκιμή της διαδρομής. Τα επίσημα εγκαίνια γίνονται μέσα σε ατμόσφαιρα γενικής χαράς στις 27 Φεβρουαρίου 1869, με επιβάτες στο πρώτο δρομολόγιο τη Βασίλισσα ΄Ολγα, τον Πρωθυπουργό Ζαΐμη, υπουργούς, στρατιωτικούς, διπλωμάτες και άλλους επισήμους.

Επιτέλους το όνειρο γίνεται πραγματικότητα. Η ατμομηχανή με 6 βαγόνια καλύπτει τη διαδρομή των 8,5 χιλιομέτρων από το Θησείο στον Πειραιά σε 19 περίπου λεπτά. Οι δύο πόλεις Αθήνα και Πειραιάς έχουν πλέον συνδεθεί με σιδερένιες γραμμές.

Ξύλινος συρμός στο σταθμό Νέας Ιωνίας

Τα σχόλια του τύπου της εποχής πολλά και καλά. Στις 3 Μαρτίου του 1869 ο «Αιών» γράφει: «Ο σιδηρόδρομος ήρξατhttp://www.blogger.com/post-create.g?blogID=282287687654437571ο τακτικώς εργαζόμενος από της τελευταίας Παρασκευής. Η συρροή των επιβατών είναι μεγίστη. Οι πάντες δ’ ομολογούσι τας μεγίστας ωφελείας, ας η κάταρξις του έργου τούτου υπισχνείται. Ευχόμεθα και αύθις, ίνα η μικρά αύτη γραμμή υπάρξει η αρχή του καθ’ όλην την επικράτειαν συμπλέγματος σιδηροδρόμων».

Μεταξύ της χρονολογίας του πρώτου επίσημου δρομολογίου, το 1869 , και της 16 Σεπτεμβρίου του 1904 που πραγματοποιήθηκε η Ηλεκτροδότηση του Σιδηροδρόμου, μεσολάβησαν η στρώση διπλής γραμμής και η έναρξη κατασκευής σήραγγας το 1889 από το Θησείο μέχρι την Ομόνοια (Λυκούργου και Αθηνάς), όπου και ο παλιός σταθμός της ΟΜΟΝΟΙΑΣ ο οποίος εγκαινιάζεται στις 17 Μαίου του 1895.

Βασιλική αμαξοστοιχία στο Σταθμό του Πειραιά

Η Υπόγεια σήραγγα και η ηλεκτροδότηση προκάλεσε πάλι πολλά και ποικίλα σχόλια του Τύπου της εποχής. Αξίζει να αναφερθούν μερικά που καταδεικνύουν την αντίδραση του κόσμου της εποχής εκείνης σε κάθε καινοτομία. « Τι να σου πω, αδελφέ, λέγει κάποιος εκ των προσκεκλημένων. Νομίζω ότι πρόκειται να μας κλείσουν «κατά βαρβάρων» με τον Υπόγειον. Και κύψας εις το αυτί του πλησίον του ισταμένου ηρώτησε σοβαρώς

- Έκαμες την διαθήκην σου;
- Όχι
- Εξωμολογήθης τουλάχιστον;
- Ούτε.
- Εγώ δεν είχα το θάρρος να έλθω απροετοίμαστος. Αυτή η σήραγξ μου φαίνεται σαν καρμανιόλα.»

Σε άλλο δημοσίευμα, στις 18 Σεπτεμβρίου του 1904 ο χρονογράφος των «Καιρών» με το ψευδώνυμο «Φαληριώτης», γράφει για τον ηλεκτρικό, πλέον, σιδηρόδρομο:
«- Ένα δια το Φάληρον πρώτης.
- Μετ’ επιστροφής;
- Απλούν, απλούν. Δεν μπορώ να είμαι βέβαιος αν θα φθάσω ζωντανός…..»

Μεταλλικός συρμός στον Πειραιά

Το 1926 οι ΣΑΠ, οι ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΟΙ ΑΤΤΙΚΗΣ που εκμεταλλεύονται το «ΘΗΡΙΟ» της Κηφισιάς, δηλαδή τη Γραμμή από Πλατεία Αττικής μέχρι Κηφισιά, με διακλάδωση από Ν. Ηράκλειο μέχρι Λαύριο και οι ΤΡΟΧΙΟΔΡΟΜΟΙ ΑΘΗΝΩΝ-ΠΕΙΡΑΙΩΣ που εκμεταλλεύονται τα ΤΡΑΜ, συνεργάζονται με τον Αγγλικό όμιλο ΠΑΟΥΕΡ. Από τη συνεργασία αυτή προκύπτουν δύο Εταιρίες: Η ΗΕΜ (Ηλεκτρική Εταιρία Μεταφορών) που αναλαμβάνει την εκμετάλλευση των ΤΡΑΜ και της Γραμμής της Κηφισιάς και οι ΕΗΣ (Ελληνικοί Ηλεκτρικοί Σιδηρόδρομοι).

Οι ΕΗΣ αναλαμβάνουν τις υποχρεώσεις της πρώην ΣΑΠ και ταυτόχρονα τη δέσμευση να βελτιώσουν την υπάρχουσα γραμμή και να επεκτείνουν την υπόγεια σήραγγα ως το σταθμό ΑΤΤΙΚΗ με διπλή γραμμή για να ενωθεί ο Ηλεκτρικός με την Κηφισιά, με υπόγειο σταθμό κάτω από την ΟΜΟΝΟΙΑ.

Βασιλική αμαξοστοιχία στον Πειραιά το 1936

Τα έργα ξεκίνησαν τον Ιανουάριο του 1928 και στις 21/7/1930 εγκαινιάζεται από τον Ελευθέριο Βενιζέλο ο υπόγειος σταθμός ΟΜΟΝΟΙΑ. Αργότερα το 1948 και το 1949 εγκαινιάζονται αντίστοιχα οι σταθμοί ΒΙΚΤΩΡΙΑ και ΑΤΤΙΚΗ.

Το 1937 η ΗΕΜ αναλαμβάνει την Ηλεκτροκίνηση του σιδηροδρόμου Κηφισιάς και το 1938 καταργεί το Θηρίο για την πραγματοποίηση του έργου.


Το εσωτερικό της Βασιλικής Αμαξοστοιχίας

Τα έργα όμως, λόγω της κρίσιμης περιόδου, δεν ολοκληρώνονται και φτάνουμε έτσι στο 1950 οπότε παραχωρείται από την ΗΕΜ στην ΕΗΣ η ολοκλήρωση του έργου Ηλεκτροκίνησης και η εκμετάλλευση του σιδηροδρόμου ΑΘΗΝΩΝ – ΚΗΦΙΣΙΑΣ. Οι ΕΗΣ συνεχίζουν τα έργα που καταλήγουν σταδιακά το 1957 με τη λειτουργία του σταθμού της Κηφισιάς. Έτσι η συγκοινωνία από ΠΕΙΡΑΙΑ μέχρι ΚΗΦΙΣΙΑ με τον Ηλεκτρικό Σιδηρόδρομο είναι πλέον πραγματικότητα.

Την 1 Ιανουαρίου του 1976 οι ΕΗΣ περιέρχονται στο Ελληνικό Δημόσιο μετονομάζονται σε Η.Σ.Α.Π. Α.Ε. (Ηλεκτρικοί Σιδηρόδρομοι Αθηνών-Πειραιώς).

1926 - Κατασκευή Σταθμού Πειραιά

Ο εκσυγχρονισμός, η εξέλιξη και η μέριμνα για καλύτερη ταχύτερη και αξιόπιστη εξυπηρέτηση του επιβατικού κοινού σε καθαρό περιβάλλον συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

Σε ολόκληρη αυτή τη διαδρομή του, ο σιδηρόδρομος έζησε στιγμές μεγαλείου και συμφορές.Μετέφερε Βασιλείς, υψηλούς επισκέπτες, έδωσε το παρόν στους πρώτους Ολυμπιακούς αγώνες της Αθήνας του 1896 και τους πρόσφατους του 2004, μετέφερε στρατιώτες του πολέμου 1912-1913. Βομβαρδίστηκε και επέζησε μέχρι σήμερα περήφανος, πραγματοποιώντας εκατομμύρια δρομολόγια που εξυπηρέτησαν δισεκατομμύρια επιβάτες.

Επίσης ο «Ηλεκτρικός» από τις 11 Ιουνίου του 1955 εκμεταλλευόταν μέχρι και τις 31.12.2001 τα Πράσινα λεωφορεία που τροφοδοτούσαν τις γραμμές του ηλεκτρικού με επιβάτες. Τα Πράσινα ήταν μια πρωτότυπη και αξιόπιστη συγκοινωνία αλλά η τάση για εξειδίκευση των φορέων σε συγκεκριμένα συγκοινωνιακά μέσα και η ανάγκη δημιουργίας μιας ενιαίας Εταιρίας για τις γραμμές 2 και 3 οδήγησαν τον Δεκέμβριο του 1998 στην απόφαση για σταδιακό τερματισμό αυτής της δραστηριότητας μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου του 2001. Έτσι από τον Φεβρουάριο του 1999 άρχισε η απόδοση της σταδιακής απόδοσης των γραμμών των Πράσινων Λεωφορείων στην ΕΘΕΛ (Εταιρία Θερμικών Λεωφορείων).

Έργα επίσης πολύ σημαντικά υπήρξαν :
α) η λειτουργία του ΤΡΑΜ της παραλίας του ΠΕΙΡΑΙΑ (1910-1960)
β) η λειτουργία του ΤΡΑΜ ΠΕΡΑΜΑΤΟΣ (1936-1977)

Σε όλη αυτήν την αναπτυξιακή πορεία βασικός παράγων υπήρξε ο εργαζόμενος στο σιδηρόδρομο που τον αγάπησε ιδιαίτερα αφού είναι δικό του δημιούργημα.

Οι σημαντικές χρονολογίες στην Ιστορία του Σιδηρόδρομου Πειραιά - Κηφισιάς

1869: Τα εγκαίνια του Ατμοκίνητου Σιδηροδρόμου Θησείο – Πειραιά από την Α.Ε. ΣΑΠ
1889: Κατασκευή της Υπόγεια σήραγγας Θησείου – Ομόνοιας
1904: ΗΛΕΚΤΡΟΔΟΤΗΣΗ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΟΥ
1926: Μετονομασία από Α.Ε. ΣΑΠ σε Α.Ε. ΕΗΣ
1976: Η εξαγορά από το Ελληνικό Δημόσιο και μετονομασία σε Α.Ε. ΗΣΑΠ